Πέρυσι τέτοιες μέρες ήταν ο τυφώνας « Οπενχάιμερ» που σάρωνε τα Όσκαρ. Εύκολη επιλογή, σχεδόν απολογητική, για το Χόλιγουντ που ήθελε να παραδώσει το συγχωροχάρτι σε μια ιστορική «πρωτοβουλία» των ΗΠΑ, το ολοκαύτωμα της ατομικής βόμβας.
Φέτος, όμως, είχε προηγηθεί των χρυσών αγαλματιδιών το ολοκαύτωμα του Λος Άντζελες και ο τυφώνας Τραμπ. Πέραν των προβλέψεων και των στοιχημάτων, υπήρχε μια διάχυτη απορία, αν και πώς θα αποτυπώνονταν στην τελετή απονομής και στις βραβεύσεις η θλίψη και η έκπληξη από τα δύο γεγονότα.
Λαμβάνοντας κάποιος υπ’ όψιν την προτίμηση της πρωτεύουσας του κινηματογράφου στις αρχές του κόμματος των Δημοκρατικών, θα δυσκολευόταν να προβλέψει τις αντιδράσεις της στον τραμπισμό, όχι μόνον για τη φετινή τελετή, μα και για το μέλλον της παραγωγής στην έβδομη τέχνη, γενικότερα. Σε πρώτη φάση, το πρόβλημα της υπερθεμάτισης της λεγόμενης woke κουλτούρας ξεπεράστηκε με τον περιορισμό της εμφάνισης στις οσκαρικές βραβεύσεις του πρωτότυπου μιούζικαλ «Emilia Perez», με πρωταγωνίστρια την τρανς Κάρλα Σοφία Γκασκόν.
Η ανακάλυψη κάποιων παλαιότερων αναρτήσεών της, όπου στο στόχαστρο έμπαιναν άνθρωποι από τις κοινότητες, που η ίδια η επιλογή της πρωταγωνίστριας υποτίθεται ότι υπερασπιζόταν, έσβησε όχι μόνον την ίδια από το χάρτη των βραβείων, αλλά και ολόκληρη την ταινία. Ο Ζακ Οντιάρ σίγουρα θα καταριέται τη λεγόμενη κοινωνική δικτύωση, αλλά και την απρονοησία της πρωταγωνίστριάς του.
Έτσι, μια έξωθεν δωρεά προς τα μέλη της Ακαδημίας, τα έβγαλε από τη δύσκολη θέση της επιλογής, με τη μέση οδό να αποδεικνύεται σωτήρια: το βραβευμένο «Anora» βάζει στο στόχαστρο τους νεόπλουτους Ρώσους μεγιστάνες, ενώ ταυτόχρονα επιφυλάσσει μια ζεστή και γεμάτη ειρωνία και χιούμορ αγκαλιά για την επίσης βραβευμένη Μάικι Μάντισον. Μια σεξεργάτρια, την οποία υποδύεται, είναι απολύτως ασφαλέστερη επιλογή από μια αμφιλεγόμενη τρανς. Δεν είναι καιρός για ρίσκα.
Καλύτερη ταινία, καλύτερη σκηνοθεσία, καλύτερο πρωτότυπο σενάριο για τον συνεπή επί χρόνια δημιουργό Σον Μπέικερ, δίπλα στον καλύτερο α’ γυναικείο ρόλο για την αμερικανική ανεξάρτητη παραγωγή, που την είχαν ράνει ήδη τα φύλλα του Χρυσού Φοίνικα στις Κάννες. Αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι οι Κάννες αποτελούν την πιο βροντερή κινηματογραφική φωνή της Ευρώπης, η σύμπτωση στην επιλογή, στήνει με τον τρόπο της μια γέφυρα, εκεί που δρα το κατεδαφιστικό μηχάνημα του Τραμπ.
Ουσιαστικά, πολλαπλασιάζεται η πολιτική και κοινωνική σημειολογία της ταινίας, ενώ μοιάζει να μένει πίσω η υπεράσπιση της λεγόμενης «συμπεριληπτικής» κουλτούρας. Ακόμη καί με το ζύγι της κριτικής αν γραδάρει κάποιος τις ταινίες, η πλάστιγγα θα γείρει σίγουρα, υπέρ του Anora, οπότε τέλος καλό, όλα καλά για τα Όσκαρ. Όσο για τη φιλόδοξη Emilia Perez έμεινε με την τιμή της βράβευσης του τραγουδιού της «El mal» από τα χέρια του αποθεωμένου Μικ Τζάγκερ.
Άλλη μια προσωπικότητα του κινηματογράφου, η οποία δίκαια επιβραβεύτηκε για την ερμηνευτική της απόδοση, ήταν ο Έντριεν Μπρόντι, εικοσιδύο χρόνια μετά τον «Πιανίστα». Πάλι σε ρόλο Εβραίου μετανάστη, επιβιώσαντος από το Ολοκαύτωμα, έρχεται στην μεταπολεμική Αμερική, για να κτίσει έναν καινούριο κόσμο. Ο ίδιος δηλώνει ότι θα ανοίξει μια νέα θύρα στον τρόπο που αντιμετωπίζει την κινηματογραφική ηθοποιία. Προϋπόθεση ο κόσμος τούτος να διάγει χωρίς ρατσισμό και καταπίεση, όπως δηλώνει με το λόγο του στην απονομή, αλλά και με την πράξη στην ταινία «Brutalist», για την οποία βραβεύτηκε.
Ανάλογα ασφαλής και καταχειροκροτημένη ήταν η απονομή του θείου Όσκαρ στο καλύτερο ντοκιμαντέρ «Καμιά άλλη γη», σχεδόν συμπαραγωγή Ισραηλινών και Παλαιστινίων στη ταλαίπωρη λωρίδα της Γάζας. Εύκολη επιλογή-σχόλιο στην εκκολαπτόμενη, από τον φρέσκο αμερικανό πρόεδρο, Κυανή ακτή της Ανατολής.
Τέλος, το «Είμαι ακόμη εδώ», μια πολύ αξιόλογη και σκληρή πολιτική ταινία για τις « δικτατορίες της μπανανίας» στη Λατινική Αμερική, με παραγκωνισμένη, και ίσως αδικημένη την έξοχη Φερνάντα Τόρες, από τις βραβεύσεις, κάτι έπρεπε να παραλάβει, εξερχόμενη από την αίθουσα του Dolby theatre. Το βραβείο καλύτερης ξένης ταινίας «μπάλωσε» με τον καλύτερο τρόπο το χρέος.
Τα κεριά της μνήμης
Πέρα από τις σημάνσεις της βράβευσης, ήταν διακριτική και ουσιαστική η μνήμη των απωλειών του Χόλιγουντ, τόσο στο προσωπικό επίπεδο, στα πρόσωπα του Τζιν Χάκμαν, του Ντέιβιντ Λιντς και του Ερλ Τζόουνς, αλλά και στις κάθε τύπου απώλειες με τις πυρκαγιές στους λόφους του Χόλιγουντ.
Πρώτα οι πυροσβέστες και η τιμητική τους αναφορά επιφύλαξαν την πιο συγκινητική στιγμή της βραδιάς, αλλά και η παρουσία του Μόργκαν Φρίμαν, ο οποίος ανέβηκε στη σκηνή για το in memoriam του φίλου του και δις βραβευμένου με Όσκαρ Τζιν Χάκμαν. Ιχνογράφησε τον πρόσφατα χαμένο ηθοποιό με τα χρώματα του δασκάλου στα γυρίσματα, αλλά άφησε πίσω του και την απορία του μαύρου γαντιού, το οποίο κάλυπτε το δεξί του χέρι. Πρόκειται για τη δική του μνήμη ενός τροχαίου ατυχήματος, όταν το 2008 χρειάστηκε να απεγκλωβιστεί από την πυροσβεστική από το εσωτερικό ενός κατεστραμμένου αυτοκινήτου. Το χέρι έγινε πλέον δυσλειτουργικό, για τον άλλοτε βραβευμένο με Όσκαρ «Σοφέρ της κυρίας Νταίζη».
Είναι γεγονός πως ένα μεγάλο μέρος της λάμψης της βραδιάς των βραβείων οφείλεται πάντα στην επίμονη αναφορά στο ίδιο το παρελθόν του θεσμού, ο οποίος, σα να πρόκειται για ανθρώπινο οργανισμό, έχει ανάγκη από τη μνήμη των ανθρώπων του, προκειμένου να φωτίσει το δρόμο του μέλλοντος. Για ακόμη μια φορά τα Όσκαρ απέδειξαν και υπέδειξαν τον τρόπο με τον οποίον έφθασαν ακμαιότατα στα ενενήντα επτά τους χρόνια: μνήμη του παρελθόντος, προσαρμογή του μέλλοντος.
Διαβάστε επίσης
Όσκαρ 2025: Αφιέρωμα στον θρυλικό μουσικό Quincy Jones (photo/video)
Σινεμά: Μια «Φόνισσα» από τη Δανία – Αναζήτηση σε ασπρόμαυρο φόντο