Ένα σοβαρά υποσιτισμένο 16χρονο κορίτσι που αναγκαζόταν να κάθεται στην αγκαλιά της μητέρας του για να της διαβάζει παραμύθια, να παρακολουθεί τηλεοπτικές εκπομπές που απευθύνονταν σε παιδιά προσχολικής ηλικίας, να κάνει ντους και να βουρτσίζει τα μαλλιά της με βοήθεια, είναι πρώτο θέμα στα Αυστραλιανά Μέσα. Το κορίτσι μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο το 2021 με βάρος μόλις 27 κιλά και μια σειρά από επαγγελματίες υγείας κατέθεσαν ότι ήταν επικίνδυνα λιποβαρής για την ηλικία της.
Οι γονείς του κοριτσιού δικάστηκαν στο Περιφερειακό Δικαστήριο κατηγορούμενοι ότι έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή της κόρης τους. Το δικαστήριο άκουσε την Τρίτη την ανώτερη εργοθεραπεύτρια του Νοσοκομείου Παίδων του Περθ (PCH), Gemma Warrington να διηγείται απίστευτα πράγματα. Ότι δεν μπορούσε να ξεφλουδίσει μια μπανάνα, δεν μπορούσε να κάνει ντους ή να βουρτσίσει τα μαλλιά της χωρίς τη βοήθεια του νοσηλευτικού προσωπικού.
Έλλειψη έκθεσης
Το κορίτσι ήταν απρόθυμο να απαντήσει σε προσωπικές ερωτήσεις και διαπιστώθηκε ότι η έφηβη είχε «μειωμένη ωριμότητα, μειωμένη ικανότητα επίλυσης προβλημάτων» και χαμηλή περιέργεια για τη ζωή εκτός της οικογένειάς της. Η Warrington κατέθεσε ότι αυτό οφειλόταν σε «έλλειψη έκθεσης». Οι πράξεις του ζευγαριού υπέπεσαν αρχικά στην αντίληψη των δασκάλων του μπαλέτου της κοπέλας, οι οποίες ανησυχούσαν αφενός για το ότι ήταν υπερβολικά αδύνατη και αφετέρου, διότι η συμπεριφορά της θύμιζε συμπεριφορά μικρού παιδιού.
Συγκεκριμένα, εκείνη την περίοδο, παρότι το κορίτσι ήταν 16 ετών, είχε το σώμα ενός παιδιού 10 ετών και φαινόταν «εξαιρετικά αδύνατη», με σκελετό που ήταν δυσανάλογος με το κεφάλι της, αναφέρει το abc.net. Μάλιστα, οι γονείς της φέρονται να είχαν πει ψέματα στα έντυπα εγγραφής της σε σχολές μπαλέτου, λέγοντας ότι ήταν δύο χρόνια μικρότερη από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Ωστόσο, ακόμα και έτσι, οι δασκάλες της αλλά ακόμη και έτσι, οι δασκάλες της πίστευαν ότι ήταν ανησυχητικά λιποβαρής για την «ηλικία» της.
Κάθε φορά που οι δασκάλες προσπαθούσαν να μιλήσουν στους γονείς για τις ανησυχίες τους, εκείνοι απέρριπταν τους ισχυρισμούς τους και επικαλούνταν δικαιολογίες, όπως ότι η κόρη τους είχε γεννηθεί πρόωρα, ότι ακολουθούσε χορτοφαγική διατροφή ή ότι ήταν εκ φύσεως μικρόσωμη, κάτι που δεν ήταν αλήθεια. Η μητέρα της την εκπαίδευε στο σπίτι και τα μαθήματα μπαλέτου φαίνεται ότι ήταν η μόνη στιγμή που το κορίτσι είχε επαφή με άλλους εφήβους.
Της άρεσαν τα λούτρινα παιχνίδια και η «Ντόρα η μικρή Εξερευνήτρια»
Στη δίκη ακούστηκαν στοιχεία για τις παιδικές προτιμήσεις και τα ενδιαφέροντά της, τα οποία θεωρήθηκαν εξαιρετικά ασυνήθιστα για ένα κορίτσι σχεδόν 17 ετών. Σε αυτά περιλαμβάνονταν η αγάπη της για τα λούτρινα παιχνίδια, τις πριγκίπισσες της Disney και τις τηλεοπτικές εκπομπές που απευθύνονταν σε παιδιά προσχολικής ηλικίας, συμπεριλαμβανομένων των «Τόμας το Τραινάκι» και «Ντόρα η μικρή Εξερευνήτρια». Αφού οι αρχές ειδοποιήθηκαν για την κατάσταση του κοριτσιού, ο πατέρας της αρνήθηκε να αφήσει τους υπαλλήλους της κοινωνικής πρόνοιας να εισέλθουν στο σπίτι της οικογένειας, σε ένα από τα πλουσιότερα δυτικά προάστια του Περθ, και αντιστάθηκε επανειλημμένα στις προσπάθειες που έγιναν για να λάβει η κόρη του ιατρική βοήθεια.
Στα 16 της ζύγιζε 27 κιλά
Όταν τελικά οι γονείς συνεργάστηκαν και την πήγαν σε έναν γενικό γιατρό, εκείνος διαπίστωσε έκπληκτος ότι το 16χρονο κορίτσι ζύγιζε 27 κιλά, όσο ένα παιδί 8 ετών. Προειδοποίησε το ζευγάρι ότι το βάρος της κόρης τους ήταν τόσο χαμηλό, που διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας και χρειαζόταν άμεση νοσοκομειακή περίθαλψη.
Οι γονείς, ωστόσο, εξακολουθούσαν να μην δέχονται τις συστάσεις των ειδικών και την πήγαν στο νοσοκομείο Παίδων του Περθ μόνο αρκετές ημέρες αργότερα, όταν έλαβαν απειλητική επιστολή από το Τμήμα Προστασίας Παιδιών.
Το κορίτσι εισήχθη αμέσως στο νοσοκομείο, με τους γιατρούς να προειδοποιούν και πάλι το ζευγάρι ότι η κατάστασή της είχε γίνει απειλητική για τη ζωή, αλλά οι γονείς της συνέχισαν να αντιστέκονται στη θεραπεία, επιμένοντας ότι ήταν απολύτως υγιής και ότι δεν χρειαζόταν τον ρινικό σωλήνα σίτισης που οι ειδικοί τους προέτρεπαν να επιτρέψουν.
Η Πρόνοια μετέφερε το κορίτσι σε κρατικές δομές, ούτως ώστε να ξεκινήσει άμεσα θεραπεία. Η έφηβη πέρασε 54 ημέρες στο νοσοκομείο, όπου σταδιακά πήρε βάρος, καθώς το προσωπικό διαπίστωσε την αναντίστοιχη με την ηλικία της κοινωνική και συναισθηματική της ανάπτυξη.
Πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο και μεταφέρθηκε σε συγγενείς της, ενώ ήταν προστατευόμενη από το κράτος, και επέστρεψε να ζήσει με τους γονείς της όταν έγινε 18 ετών τον επόμενο χρόνο.
«Δεν μπορώ να επιβιώσω χωρίς τους γονείς μου»
Προς το τέλος της πολύμηνης δίκης των γονέων, η μητέρα του κοριτσιού προσπάθησε να καλέσει την κόρη της ως μάρτυρα. Παρόλο που η 20χρονη εμφανίστηκε στο δικαστήριο, συνοδευόμενη από ένα άτομο υποστήριξης, υπέστη κρίση πανικού και δεν κατέληξε να καταθέσει, με τους ενόρκους να ενημερώνονται μόνο ότι άλλαξε γνώμη.
Ωστόσο, σε επιστολές που κατέθεσε στην δικαστή Λίντα Μπλακ, κατηγόρησε τον εαυτό της για τη δύσκολη θέση των γονιών της επιμένοντας ότι είχε επιλέξει μόνη της τη διατροφή της και ότι δεν είχαν κάνει τίποτα κακό.
Αποκάλυψε όμως επίσης στην αλληλογραφία πόσο «πλήρως εξαρτημένη» ήταν από αυτούς στην καθημερινότητά της, γράφοντας ότι δεν υπήρχε «κανένας πιθανός τρόπος να επιβιώσω οικονομικά» χωρίς αυτούς ούτε να φροντίσει τα αγαπημένα της κατοικίδια. «Αν οι γονείς μου πάνε στη φυλακή, δεν νομίζω ότι θα μπορέσω να ανταπεξέλθω», έγραψε στον δικαστή τον περασμένο Ιούλιο. «Αισθάνομαι ότι είμαι υπεύθυνη για τις αποφάσεις που ελήφθησαν και για τη δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκαν οι γονείς μου».
«Δεν της επέτρεψαν ποτέ να μεγαλώσει», είπε η δικαστής. Ο πατέρας καταδικάστηκε σε εξίμισι χρόνια, ενώ η μητέρα έλαβε ποινή φυλάκισης πέντε ετών.
Διαβάστε επίσης:
Γερμανία: H Μπούντεσταγκ απέρριψε το νομοσχέδιο Μερτς για την μετανάστευση – Επεισοδιακή συνεδρίαση