Οι Δημοκρατικοί και ο νυν Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν έχουν μόλις δυο μήνες στη διάθεσή τους για να «κλείσουν κάποια φλέγοντα ανοιχτά μέτωπα» και έτσι ο απερχόμενος Πρόεδρος εξουσιοδότησε πρώτη φορά τον ουκρανικό στρατό να χρησιμοποιήσει το σύστημα γνωστό ως ATACMS για να ενισχυθεί η άμυνα των δυνάμεών του στην περιοχή Κουρσκ της Ρωσίας.
Ο Μπάιντεν ενέκρινε την πρώτη χρήση πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς που προμήθευσαν οι ΗΠΑ από την Ουκρανία για επιδρομές εντός της Ρωσίας, σύμφωνα με Αμερικανούς αξιωματούχους.
Τα όπλα είναι πιθανό να χρησιμοποιηθούν αρχικά εναντίον ρωσικών και βορειοκορεατικών στρατευμάτων για την υπεράσπιση των ουκρανικών δυνάμεων στην περιοχή Κουρσκ της δυτικής Ρωσίας, δήλωσαν οι αξιωματούχοι.
Η απόφαση αυτή σηματοδοτεί μια σημαντική αλλαγή στην πολιτική των ΗΠΑ. Η επιλογή αυτή έχει διχάσει τους συμβούλους του και η απόφασή του έρχεται δύο μήνες πριν αναλάβει τα καθήκοντά του ο εκλεγμένος Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος μάλιστα έχει δεσμευτεί δημοσίως να περιορίσει την περαιτέρω υποστήριξη προς την Ουκρανία.
Το να επιτραπεί στους Ουκρανούς να χρησιμοποιήσουν τους πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς, γνωστούς ως Army Tactical Missile Systems ή ATACMS, ήρθε ως απάντηση στην αιφνιδιαστική απόφαση της Ρωσίας να εμπλέξει στον πόλεμο τη Βόρειο Κορέα, η οποία συμμετέχει πλέον στην εμπόλεμη σύρραξη με στρατεύματα, δήλωσαν αξιωματούχοι.
Ο Πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι δεν επιβεβαίωσε ποτέ ότι δόθηκε άδεια να χτυπήσει με τους συγκεκριμένους πυραύλους, αλλά την Κυριακή 17 Νοεμβρίου ανέφερε ότι πιο σημαντικό από την άρση των περιορισμών θα ήταν ο αριθμός των πυραύλων που θα χρησιμοποιηθούν για να χτυπήσουν τους Ρώσους.
«Σήμερα πολλά μέσα ενημέρωσης μιλούν για το γεγονός ότι λάβαμε την άδεια για να προχωρήσουμε σε κατάλληλες ενέργειες», είπε ο Ζελένσκι στην ομιλία του. «Αλλά τα πραγματικά χτυπήματα δεν γίνονται με λόγια. Τέτοια πράγματα δεν ανακοινώνονται. Οι πύραυλοι θα μιλήσουν από μόνοι τους».
Ο Μπάιντεν πήρε την απόφαση να χαλαρώσει λίγο τα περιοριστικά μέτρα που είχε θέσει στους Ουκρανούς όσον αφορά στη χρήση όπλων – τα οποία οι ΗΠΑ προμήθευσαν – σε ρωσικό έδαφος από τον Μάιο και μετά, όταν η Ρωσία εξαπέλυσε διασυνοριακή επίθεση προς το Χάρκοβο, τη δεύτερη μεγαλύτερη ουκρανική πόλη.
Για να βοηθήσει τους Ουκρανούς να υπερασπιστούν το Χάρκοβο, ο Μπάιντεν τους επέτρεψε να χρησιμοποιήσουν το σύστημα πυραύλων πυροβολικού υψηλής κινητικότητας (ή αλλιώς HIMARS), που έχουν βεληνεκές περίπου 50 μιλίων, εναντίον των ρωσικών δυνάμεων απευθείας πέρα από τα σύνορα. Όμως ο Μπάιντεν δεν επέτρεψε στους Ουκρανούς να χρησιμοποιήσουν ATACMS, που έχουν εμβέλεια περίπου 190 μιλίων, για να υπερασπιστούν το Χάρκοβο.
Τι επιδιώκει ο Πρόεδρος των ΗΠΑ
Η απόφαση της κυβέρνησης Μπάιντεν να εγκρίνει τη χρήση αμερικανικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς από την Ουκρανία εναντίον ρωσικών στόχων σηματοδοτεί μια νέα, πιο επιθετική φάση στην πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας.
Οι πύραυλοι ATACMS, που μπορούν να πλήξουν στόχους σε απόσταση έως και 300 χιλιομέτρων, παραδίδονται πλέον στην Ουκρανία δίνοντάς της τη δυνατότητα να στοχεύει κρίσιμες ρωσικές στρατιωτικές υποδομές πολύ βαθύτερα από ό,τι στο παρελθόν. Αυτή η κίνηση αλλάζει το γεωπολιτικό σκηνικό της σύγκρουσης και προκαλεί ανησυχίες για κλιμάκωση της έντασης με τη Ρωσία.
Σαφείς στόχοι ή ρίσκο;
Η κίνηση αυτή εντάσσεται στη γενικότερη πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν να στηρίξει την Ουκρανία, προκειμένου να ανακόψει τις ρωσικές στρατιωτικές φιλοδοξίες. Από την αρχή της εισβολής, τον Φεβρουάριο του 2022, οι ΗΠΑ έχουν προσφέρει δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτική βοήθεια, ενώ οι αποφάσεις για τη διάθεση προηγμένων οπλικών συστημάτων έχουν γίνει σταδιακά πιο τολμηρές.
Με τους πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς η Ουκρανία αποκτά τη δυνατότητα να στοχεύει κρίσιμα ρωσικά κέντρα ανεφοδιασμού, στρατιωτικές βάσεις και υποδομές διοίκησης, κάτι που μέχρι τώρα θεωρείτο «κόκκινη γραμμή» για τη Δύση. Σύμφωνα με Αμερικανούς αξιωματούχους, ο στόχος της κυβέρνησης είναι να ενισχύσει τη διαπραγματευτική θέση της Ουκρανίας, επιβάλλοντας στρατιωτικό και οικονομικό κόστος στη Ρωσία, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να αποφύγει μια άμεση αντιπαράθεση μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας.
Ωστόσο η Ρωσία έχει χαρακτηρίσει αυτή την απόφαση ως «επικίνδυνη πρόκληση». Ο Πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν δήλωσε ότι η Μόσχα θα απαντήσει «με κάθε διαθέσιμο μέσο», υπονοώντας την πιθανότητα κλιμάκωσης ή ακόμα και χρήσης πυρηνικών όπλων. Σε αυτό το πλαίσιο η πολιτική του Μπάιντεν ενέχει σημαντικό ρίσκο, καθώς προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ της στρατιωτικής υποστήριξης της Ουκρανίας και της αποτροπής μιας ευρύτερης σύγκρουσης.
Πολιτικά κίνητρα
Η απόφαση αυτή έχει και σημαντικές πολιτικές διαστάσεις. Μετά την ήττα των Δημοκρατικών στις αμερικανικές εκλογές, η πολιτική απέναντι στη Ρωσία αποτελεί κεντρικό ζήτημα. Ο Μπάιντεν επιδιώκει να ενισχύσει την εικόνα του ως ηγέτη που στέκεται απέναντι στον αυταρχισμό και προστατεύει τις δημοκρατικές αξίες. Η στήριξη στην Ουκρανία παρουσιάζεται ως μέρος αυτής της ευρύτερης στρατηγικής.
Παράλληλα οι Ρεπουμπλικανοί ασκούν πίεση, ενώ πολλοί αντιτίθενται στη συνεχιζόμενη στρατιωτική βοήθεια, επικαλούμενοι το υψηλό κόστος για τους Αμερικανούς φορολογούμενους. Πάντως ο Τραμπ έχει υποσχεθεί μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση.
Η διαφορετική πολιτική του Τραμπ
Ο Τραμπ είχε επανειλημμένα δηλώσει ότι, εάν εκλεγεί, θα επιδιώξει να τερματίσει τον πόλεμο «μέσα σε 24 ώρες». Αν και δεν έχει δώσει λεπτομέρειες για το πώς σκοπεύει να το πετύχει, έχει επικρίνει την υποστήριξη της Ουκρανίας ως «άσκοπη σπατάλη πόρων» και έχει εκφράσει την πρόθεσή του να διαπραγματευθεί μια ειρηνική συμφωνία που θα περιλαμβάνει παραχωρήσεις και από τις δύο πλευρές.
Τώρα που εξελέγη ως ο 47ος Πρόεδρος των ΗΠΑ, η πολιτική του – εάν υλοποιηθεί – θα μπορούσε να περιλαμβάνει τον περιορισμό ή ακόμα και τη διακοπή της στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία. Αυτή η αλλαγή θα είχε σημαντικές επιπτώσεις, καθώς η Ουκρανία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη δυτική υποστήριξη για τη συνέχιση της άμυνάς της. Η διακοπή της βοήθειας θα μπορούσε να δώσει στη Ρωσία σαρωτικό στρατηγικό πλεονέκτημα, ενώ θα ενίσχυε την εικόνα του Πούτιν ως ηγέτη που αντέχει απέναντι στη Δύση.
Ωστόσο, οι απόψεις του Τραμπ έχουν προκαλέσει αντιδράσεις ακόμα και εντός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, ορισμένα ηγετικά στελέχη του οποίου υποστηρίζουν τη συνέχιση της βοήθειας προς την Ουκρανία. Σε κάθε περίπτωση, η εκλογή του Τραμπ σηματοδοτεί μια σημαντική αλλαγή στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, με ενδεχόμενες συνέπειες για την ισορροπία ισχύος στην Ευρώπη.
Τι σημαίνει αυτό για τον πόλεμο;
Η απόφαση Μπάιντεν για τη χρησιμοποίηση των πυραύλων ATACMS στην Ουκρανία αναμένεται να αλλάξει τις ισορροπίες στο πεδίο της μάχης, δίνοντας στην Ουκρανία τη δυνατότητα να πλήξει στόχους στρατηγικής σημασίας, όπως αποθήκες πυρομαχικών, γέφυρες και κέντρα διοίκησης. Αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στη ρωσική στρατιωτική μηχανή, μειώνοντας την ικανότητά της να διεξάγει επιθέσεις μεγάλης κλίμακας.
Από την άλλη πλευρά η κλιμάκωση της σύγκρουσης δημιουργεί κινδύνους. Η Ρωσία μπορεί να επιλέξει να εντείνει τις επιθέσεις της ή να χρησιμοποιήσει πιο καταστροφικά όπλα, ενώ υπάρχει ο κίνδυνος η σύγκρουση να επεκταθεί πέρα από τα όρια της Ουκρανίας. Οι γεωπολιτικές συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης θα μπορούσαν να είναι καταστροφικές.
«Υπερβολικοί οι φόβοι»
Βεβαίως Αμερικανοί αξιωματούχοι ανέφεραν σε δηλώσεις τους πως δεν αναμένουν κάποια ριζική αλλαγή στην πορεία του πολέμου. Ένας από τους στόχους όμως αυτής της πολιτικής είναι να σταλεί ένα ηχηρό μήνυμα τους Βορειοκορεάτες ότι οι δυνάμεις τους είναι ευάλωτες και να τους αποτρέψει από το να στείλουν κι άλλα στρατεύματα.
Οι αξιωματούχοι είπαν ότι, ενώ οι Ουκρανοί είναι πιθανό να χρησιμοποιήσουν τους πυραύλους πρώτα εναντίον των ρωσικών και βορειοκορεατικών στρατευμάτων που απειλούν τις ουκρανικές δυνάμεις στο Κουρσκ, ο Μπάιντεν θα μπορούσε να τους εξουσιοδοτήσει να χρησιμοποιήσουν αυτά τα όπλα αλλού.
Ο ρωσικός στρατός εξαπέλυσε μια μεγάλη επίθεση με περίπου 50.000 στρατιώτες, συμπεριλαμβανομένων βορειοκορεατικών στρατευμάτων, σε στρατηγικές ουκρανικές θέσεις στο Κουρσκ, με στόχο να ανακαταλάβει όλο το ρωσικό έδαφος που είχαν καταλάβει οι Ουκρανοί τον Αύγουστο.
Οι Ουκρανοί θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τους πυραύλους ATACMS για να χτυπήσουν τα συγκεντρωμένα ρωσικά και βορειοκορεατικά στρατεύματα, τα βασικά σημεία στρατιωτικού εξοπλισμού των Ρώσων, τις αποθήκες πυρομαχικών και τις γραμμές ανεφοδιασμού βαθιά μέσα στη Ρωσία. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να βοηθήσει τους Ουκρανούς να αμβλύνουν την αποτελεσματικότητα της ρωσο-βορειοκορεατικής επίθεσης.
Ο ρόλος της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ
Η Ευρώπη παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις, καθώς η απόφαση Μπάιντεν επηρεάζει άμεσα την ασφάλεια της ηπείρου. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες στηρίζουν τη στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία ανησυχώντας ότι μια ρωσική νίκη θα ενθαρρύνει περαιτέρω επιθετικές ενέργειες. Ωστόσο υπάρχουν και φωνές που ζητούν μεγαλύτερη έμφαση στη διπλωματία φοβούμενες ότι η παρατεταμένη σύγκρουση θα έχει σοβαρές οικονομικές και ανθρωπιστικές συνέπειες.
Το ΝΑΤΟ, από την πλευρά του, έχει δεσμευτεί να στηρίξει την Ουκρανία «για όσο χρειαστεί», αλλά η προοπτική μιας άμεσης αντιπαράθεσης με τη Ρωσία παραμένει ένα σενάριο που όλοι θέλουν να αποφύγουν.
Πόλεμος με παγκόσμιες επιπτώσεις
Η απόφαση της κυβέρνησης Μπάιντεν να επιτρέψει στην Ουκρανία να χρησιμοποιήσει αμερικανικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς αποτελεί ένα τολμηρό βήμα που ενισχύει τη θέση της Ουκρανίας, αλλά παράλληλα αυξάνει τους κινδύνους κλιμάκωσης. Εάν ο Τραμπ αναλάβει την εξουσία, η πολιτική των ΗΠΑ θα μπορούσε να αλλάξει δραματικά, ενδεχομένως προς μια κατεύθυνση που θα αποδυναμώσει την Ουκρανία και θα ενισχύσει τη Ρωσία.
Σε κάθε περίπτωση ο πόλεμος αυτός δεν αφορά μόνο την Ουκρανία ή τη Ρωσία. Είναι μια σύγκρουση που καθορίζει το μέλλον της παγκόσμιας τάξης, τη δύναμη της δημοκρατίας και την ικανότητα των διεθνών συμμαχιών να διατηρούν την ειρήνη σε έναν όλο και πιο ασταθή κόσμο.
Διαβάστε επίσης:
Η Ελλάδα και οι πόλεμοι των ΗΠΑ
ΚΟΣΜΟΣ | topontiki.gr