Νίκος Κ. Αλιβιζάτος
Οι αρχιτέκτονες του Πολιτεύματος
Από τις όχθες του Τάμεση στην Πλατεία Συντάγματος
Μαυροκορδάτος, Τρικούπης, Βενιζέλος, Καραμανλής
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελ.: 486
Με αφορμή τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση κυκλοφόρησε μια σειρά ιδιαίτερα σημαντικών και διαφωτιστικών βιβλίων, τα οποία όχι μόνο έβαλαν σε μια τάξη το εθνικό αφήγημα της χώρας, αλλά ανέπτυξαν τις περισσότερες από τις πτυχές όλων εκείνων των παραγόντων – πολιτικών, θεσμικών, κοινωνικών, οικονομικών – που συνέβαλαν στην εξέλιξή της ώς τις μέρες μας. Θα λέγαμε ότι έγινε ένας λεπτομερής απολογισμός, έτσι ώστε να αποκτήσουμε μια λιγότερο αφελή και εξιδανικευμένη ιστορική πρόσληψη του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Σε αυτούς τους δύο αιώνες ανεξάρτητου πολιτικού βίου, η χώρα δοκίμασε και δοκιμάστηκε ποικιλοτρόπως ώσπου να καταφέρει να συγκροτήσει την ιστορική της φυσιογνωμία και τον εθνικό της χαρακτήρα.
Ήρθε στο φως μια σειρά μελετών που αντιμετώπισαν χρόνιες προκαταλήψεις και ισχυρές διαμορφωμένες πεποιθήσεις και νοοτροπίες που υπονόμευαν με στερεότυπα την κάθε απόπειρα δημόσιου διαλόγου. Στις περισσότερες των περιπτώσεων κάθε απόπειρα ιστορικής αποτίμησης το μόνο που κατάφερνε ήταν η αναθέρμανση διχασμών. Η ιστορική αποτίμηση γινόταν με βάση ιδεολογικά κριτήρια και ερμηνείες. Κάθε μέρα με το πέταγμα της μύγας δημιουργούνται ακόμα έντονες αντιπαραθέσεις. Ένας από τους σοβαρούς λόγους αυτής της δυσάρεστης πραγματικότητας πιθανόν να είναι η ψυχαναγκαστική απαξιωτική εθνική ιδεολογία που έχουμε καλλιεργήσει, αρνούμενοι να αποδεχτούμε τις επιτυχίες μας συναισθηματικά και άκριτα, βολεμένοι στον λαϊκισμό του θρήνου και της απώλειας που καταλήγει στο να διαιωνίζεται η νηπιακή αντίληψη του εθνικού μας βίου. Το βασικό μοτίβο είναι: δεν αποδεχόμαστε καμιά επιτυχία και για κάθε αποτυχία ευθύνονται οι άλλοι (εσωτερικοί κι εξωτερικοί εχθροί)…
Τα αίτια των αποτυχιών μας, των ατυχιών και των καταστροφών είναι πάντα εξωγενή. Μάλιστα, η πιο διασκεδαστική διαστροφή συνίσταται στο ότι όλοι οι εθνικά υπερήφανοι πατριώτες δεν αναγνωρίζουν ουδέν άξιο υπερηφάνειας εθνικό επίτευγμα. Αυτή η αβουλία που προσδίδουν με οίηση στο νεοελληνικό κράτος όχι μόνο το αδικεί, παραγνωρίζοντας τα εντυπωσιακά του επιτεύγματα, αλλά υπονομεύει δραστικά την εθνική συλλογική μας αυτοσυνειδησία.
Λαός με έφεση στη μεμψιμοιρία και την κουλτούρα της ακρισίας όχι μόνο προσηλώνεται σε αρνητικές πτυχές του εθνικού βίου, που υπάρχουν κάμποσες, αλλά τις υπερβάλλει κιόλας, δίχως φυσικά να μπαίνει στον κόπο να τις συνυπολογίζει με τα θετικά επιτεύγματα. Με αυτό το βιολί να παίζει διαχρονικά παραπονιάρικα, η παρανόηση περνά σε ανώτερο στάδιο.
Οι ξένοι, οι γείτονες, οι άλλοι, αυτοί που εν ολίγοις είναι οι φταίχτες της δικής μας κατά φαντασίαν κακομοιριάς, σύμφωνα με τη ρεαλιστική αποτύπωση της πραγματικότητας, έχουν επιτύχει σαφώς λιγότερα από ό,τι εμείς στη νεότερη ιστορική μας διαδρομή. Μια διαδρομή κάθε άλλο παρά ανέφελη και ανώδυνη, με σκοτεινές πλευρές (ποιο έθνος δεν έχει;) αλλά και με αξιοσημείωτες υπερβατικές ανατάσσεις και επιδόσεις πρωτοφανείς, όπως για παράδειγμα η παγκόσμια επίδραση της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους, τα ρηξικέλευθα συντάγματα, η εντυπωσιακή επέκταση των συνόρων (εφτά τον αριθμό, σε λιγότερο από δύο αιώνες!).
Αντίθετα σε κάθε λογική, αντί να εορτάζονται και να προβάλλονται οι βαλκανικές μας νίκες, για παράδειγμα, και οι επεκτάσεις των συνόρων μας, προτιμούμε να θρηνούμε τις χαμένες πατρίδες. Πρωτοφανές: εορτάζουμε τη σκλαβιά και αποσιωπούμε την απελευθέρωση.
Ένα από τα πλέον υποτιμημένα χαρακτηριστικά του νεότερου εθνικού βίου είναι η πλήρης απαξίωση των εντυπωσιακών επιδόσεων των νεωτερικών συνταγματικών μας θεσμών όπως και της διαμόρφωσης του πολιτεύματός μας. Πρόκειται για ιστορίες σχεδόν άγνωστες – δυστυχώς – στο ευρύ κοινό, θέματα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν την αρχή αναθεώρησης της εθνικής μας αυτοεκτίμησης.
Όπως υποδειγματικά και με αξιοθαύμαστη ενάργεια μας εξηγεί στη σύντομη, αλλά τόσο περιεκτική, εισαγωγή του ο Ν. Αλιβιζάτος, αφορμή για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου υπήρξαν τα γεγονότα του 2009 – 2010 και ό,τι δραματικό ακολούθησε. Μετά τη νέα σελίδα που άνοιξε η χώρα αποφασιστικά το 1974, όλοι λίγο – πολύ θέλαμε να πιστεύουμε ότι είχαμε αφήσει πίσω μας τις διχαστικές λογικές που τόσο πολύ κόστισαν στον νεότερο ελληνισμό. Θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί – κανείς δεν το ξέρει και κυρίως δεν μπορεί να το αποδείξει. Το ερώτημα που ετίθετο ήταν ταυτόχρονα προσωπικό και συλλογικό. Η χώρα στα 200 χρόνια ελεύθερου βίου κατάφερε να πετύχει μια σειρά «αθόρυβων» επιτευγμάτων, που δύσκολα μπορεί να εκτιμηθεί η αξία τους. Αναφέρει σε προσωπικό τόνο ο συγγραφέας: «Γιατί, συλλογιζόμουν, πώς είναι δυνατόν το πολίτευμα να λειτουργεί άψογα – ή σχεδόν άψογα – και ταυτόχρονα να έχουμε φτάσει στο χείλος του γκρεμού, με την οικονομία να καταρρέει και την κοινωνική συνοχή να απειλείται;».
Το ερώτημα αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον και μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας για να απαντηθεί όταν ο συγγραφέας επίσης σε προσωπικό επίπεδο αναρωτιέται «...μήπως έδωσα περισσότερη σημασία απ’ ό,τι έπρεπε στους απρόσωπους θεσμούς και λιγότερο στα άτομα; Μήπως, με άλλα λόγια, υποβάθμισα την ιδιοφυία και την ικανότητα μερικών ξεχωριστών ανθρώπων να διαβλέπουν τις επερχόμενες εξελίξεις, συμβάλλοντας πιο αποφασιστικά από τους πολλούς στη διαμόρφωση της συνταγματικής μας ταυτότητας;».Ευθέως καλούμαστε να αναρωτηθούμε για τον ρόλο των ηγετών εκείνων που είχαν την ικανότητα να κοιτούν πιο μπροστά από την εποχή τους, όπως και για τον ρόλο των ηγετών στη διαμόρφωση της Ιστορίας.
Το βιβλίο, λοιπόν, από την Εισαγωγή κερδίζει το ζωηρό ενδιαφέρον του αναγνώστη, καθώς αυτός καλείται να συμμετέχει σε οικείους προβληματισμούς. Ποιον δεν προβλημάτισαν όλα αυτά που συνέβησαν τα τελευταία χρόνια στην πατρίδα μας; Με τον προσωπικό τόνο που επέλεξε ο συγγραφέας να μας εισαγάγει στους προβληματισμούς του, το βιβλίο αποκτά συναισθηματικό δεσμό με τον αναγνώστη, πράγμα σπάνιο και ευτυχές για μιαν απαιτητική επιστημονική μελέτη που επικεντρώνεται στη λειτουργία του πολιτεύματος, των θεσμών και των προσώπων που το διαμορφώνουν.
Παρά το έντονο τοξικό και συγκρουσιακό κλίμα που επικράτησε στα χρόνια της κρίσης, το οποίο δημιούργησε μεγάλη ανασφάλεια και δημόσια αναταραχή, η χώρα κατάφερε τελικά να διασωθεί και, παρά την ψυχωτική προσκόλλησή μας στη μιζέρια, μπορούμε σήμερα να ισχυριστούμε, επί τέλους, τουλάχιστον οι πνευματικώς υγιείς, ότι, ναι, η Μεταπολίτευση πέτυχε – τα καταφέραμε! Κι εδώ η συμβολή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του τελευταίου στη σειρά εκ των τεσσάρων αρχιτεκτόνων του πολιτεύματος, υπήρξε καθοριστική τόσο για την ομαλή μετάβαση από το καθεστώς της δικτατορίας στη δημοκρατία όσο και για τους χειρισμούς του σε μια κρίσιμη καμπή για τη χώρα, καθώς προστάτευσε το πολίτευμα δημιουργώντας ένα Σύνταγμα που εντασσόταν στην ευτυχή παράδοση του κοινοβουλευτικού μας βίου, που συχνά άδικα και ανεπίγνωστα υποτιμάται, καθώς το κοινοβουλευτικό μας πολίτευμα «είχε τοποθετήσει τη χώρα μας στην πρωτοπορία των ευρωπαϊκών δημοκρατιών του τέλους του 19ου αιώνα».
Διαβάζοντας κάποιος το βιβλίο, θα διαπιστώσει ότι, εκτός από τα τέσσερα εμβληματικά ονόματα που ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ως αρχιτέκτονες του πολιτεύματός μας, υπάρχουν πρόσωπα που λειτουργούν με αυτά σε μια δημιουργική αντίστιξη. Πίσω από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο κρύβεται ένα σύντομο επεισόδιο (excursus), μια ιστορία «συνταγματικού παρασκηνίου», που σχετίζεται με την επικοινωνία του Μαυροκορδάτου με τον Αδαμάντιο Κοραή και τις περί Συντάγματος αντιλήψεις του τελευταίου.
Πίσω από τον Χαρίλαο Τρικούπη υπάρχει μια ιστορία αντικατάστασης του αγγλικού μοντέλου με το γερμανικό. Πίσω από τον Ελευθέριο Βενιζέλο αναδεικνύεται ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, που ενσαρκώνει την «αριστερή» συνείδησή του. Πίσω από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή αποκαλύπτεται η ευγενική φυσιογνωμία του Ηλία Ηλιού, που εξέφρασε μιαν εκδοχή του αδογμάτιστου μαρξισμού. Με δυο λόγια, γίνεται φανερή η θέληση του συγγραφέα να σημειωθεί και η συμβολή των ανωτέρω προσωπικοτήτων που έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση της συνταγματικής μας ταυτότητας.
Μέσα από αυτήν την ιστορική αλληλεπίδραση των προσώπων, ο συγγραφέας μάς ξεναγεί σε ένα συνταγματικό ταξίδι, που ξεκινά από τις όχθες του Τάμεση στις αρχές της Επανάστασης και καταλήγει στην Πλατεία Συντάγματος, στις 3 Σεπτεμβρίου 1843.
Η συνταγματική όσο και προσωπική συμβολή στη διαμόρφωση ενός πολιτεύματος σύγχρονου ακολουθεί τα ίχνη των τεσσάρων εμβληματικών προσώπων, αρχής γενομένης με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, που τα τελευταία χρόνια επιχειρείται μια γενικότερη αναθεώρηση για τον ρόλο και τη συμβολή του στη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους. Προσωπικότητα ιδιαίτερη, οξύνους και εύστροφος, πραγματιστής και οραματιστής, ο Μαυροκορδάτος συνέλαβε νωρίς – πριν καν η χώρα κληθεί στα όπλα – τη γεωπολιτική της σημασία για την Ευρώπη. Σημειωτέον ότι υπήρξε ένας από τους βαθύτερους γνώστες της ευρωπαϊκής πραγματικότητας σε μια δύσκολη και περίπλοκη εποχή, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τη λήξη των Ναπολεόντειων Πολέμων.
Δεύτερος σταθμός, ο Χαρίλαος Τρικούπης, στον οποίο καθοριστικό ρόλο έπαιξε «η αγγλική του θητεία», όπου εντρύφησε στο πλέον ενδιαφέρον κοινοβουλευτικό σύστημα, το οποίο μάλιστα υιοθετούσαν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Ήδη είχε διαμορφωθεί η πεποίθησή του ότι το πλειοψηφικό σύστημα αποτελεί την πλέον συγκροτημένη έκφραση του κοινοβουλευτισμού, έχοντας για παράδειγμα το βρετανικό μοντέλο. Με τον τρόπο του πλειοψηφικού η Ελλάδα πορεύτηκε κατά βάση, πέρα από μερικές εξαιρέσεις που διακόπτονταν από την εφαρμογή της απλής αναλογικής.
Ακολούθως, το 1911 θεωρείται σταθμός της νεότερης ιστορίας μας, καθώς μπαίνουν τα θεμέλια του κράτους δικαίου ως δεσμευτικής συνταγματικής αρχής. Είναι χαρακτηριστικό, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος από τον Ιανουάριο έως τον Μάιο του 1911 «δεν έλειψε από καμιά συνεδρίαση της Β’ (Διπλή) Αναθεωρητικής Βουλής».
Ξεκινώντας με τον τέταρτο «αρχιτέκτονα του πολιτεύματος», ο Αλιβιζάτος κάνει μιαν εντυπωσιακή παρατήρηση, περισσότερο λογοτεχνική θα λέγαμε, παρά νομική ή συνταγματική, που ωστόσο δηλώνει πολλά για τον χαρακτήρα του: «Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είναι ο μόνος από τους ιστοριογραφούμενους ηγέτες που επιδίωξε τόσο συστηματικά να εξασφαλίσει την υστεροφημία του».
Εδώ γίνεται μια εκτενής αναφορά στην καραμανλική επιρροή στο πολίτευμα, στην πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, τη θητεία του στο εξωτερικό και την επάνοδό του μετά την πτώση της δικτατορίας, οπότε αναλαμβάνει καθήκοντα σε μια τρομερά δύσκολη ιστορικά περίοδο, τόσο στα εθνικά θέματα όσο και στην οικοδόμηση μιας στέρεης δημοκρατίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει σε αυτό το κεφάλαιο η άγνωστη συμμετοχή στη διαμόρφωση του Συντάγματος, μέρους της αντιδογματικής Αριστεράς (ΕΔΑ – ΚΚΕ εσωτερικού) υπό τον Ηλία Ηλιού και τον Λεωνίδα Κύρκο, που συνέταξαν και πρότειναν το Αντισχέδιο Συντάγματος. Η Αριστερά μετείχε για πρώτη φορά στην ιστορία της στην κατάρτιση Συντάγματος.
Ολοκληρώνοντας ο συγγραφέας τονίζει ότι το «Ανήκομεν εις την Δύσιν» του Κωνσταντίνου Καραμανλή περισσότερο από παντού γίνεται φανερό στους θεσμούς και στο πολίτευμα, το οποίο εδώ και πλέον των δύο αιώνων αντλεί τις ιδέες του και εμπνέεται από τις αρχές και τις αξίες του δυτικού κόσμου. Ήδη από την πρώτη ημέρα της ελληνικής παλιγγενεσίας ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος έσπευσε να τονίσει ότι η μοίρα του Έθνους μας είναι συνδεδεμένη άρρηκτα με τη Δύση, εξ ου και μπορεί να θεωρηθεί ο εισηγητής της ευρωπαϊκής πορείας του νεότερου ελληνισμού.
Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου ο συγγραφέας παραφράζει τη διάσημη φράση του Φράνσις Φουκουγιάμα αναρωτώμενος για το «Τέλος του συνταγματικού δικαίου». Η συνταγματική δημοκρατία, με άλλα λόγια, που θεμελιώθηκε από τους τέσσερις εμβληματικούς πολιτικούς μας είναι σε θέση να εμπλουτιστεί στο πλαίσιο των σύγχρονων απαιτήσεων και αντιλήψεων και των υπερεθνικών αναγκαιοτήτων, αλλά και να επανακαθορίσει το εύρος της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Ωστόσο, το οικουμενικό μάθημα της πανδημίας μάς απέδειξε ότι ο ρόλος του κράτους είναι αναντικατάστατος. Σε ζητήματα που θέτει ο σύγχρονος απαιτητικός κόσμος, όπως αυτά εμφανίζονται υπό τη σκέπη της woke culture, θεωρεί αποδοκιμαστέα κάθε ενέργεια που στρέφεται εναντίον ατόμων και συμπεριφορών με το πλειοψηφικό κριτήριο, όπως εξίσου απεχθή κάθε αντίληψη που η κουλτούρα της ανοχής θα επιβάλει με «διατάγματα» τις μειοψηφικές της απόψεις. «Άλλο η ανοχή στην πράξη, η οποία θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να διασφαλίζεται, και άλλο η υποχρεωτική επιβολή ενός τρόπου σκέψης, που κάποιος μπορεί να μην συμμερίζεται».
Το μοντέλο της συνταγματικής δημοκρατίας όπως διαμορφώθηκε από τους τέσσερις αρχιτέκτονες του πολιτεύματος μπορεί να μην δίνει αυτόματα τις απαντήσεις στους σύγχρονους προβληματισμούς, εξασφαλίζει ωστόσο τη δυνατότητα με ειρηνικές διαδικασίες μέσω της ενεργού κοινωνικής συμμετοχής και της ψήφου να βρεθούν απαντήσεις στα νέα ερωτήματα που θέτει η ζωή!
Με αυτή την αισιόδοξη διαβεβαίωση ο συγγραφέας ολοκληρώνει μια σημαντική μελέτη, καθώς με αφηγηματική γλαφυρότητα, καθαρό ύφος και στρωτή γλώσσα που δεν ακκίζεται, μας φωτίζει μια διαφορετική διαδρομή της νεοελληνικής μας ιστορίας λιγότερο γνωστής και ιδιαίτερα ωφέλιμης για την ατομική και εθνική μας συγκρότηση!
Διαβάστε επίσης:
Bιβλίο: Πίνοντας καφέ με τον Αριστοτέλη
Βιβλίο: «Μητέρα!» φώναξα. «Μητέρα!»
Βιβλίο: Ένα παθιασμένο μυθιστόρημα ιδεών
ΒΙΒΛΙΟ | topontiki.grRead More