Μια ομάδα ερευνητών εντόπισε διαγενεατικές επιγενετικές αλλαγές σε Σύρους πρόσφυγες, οι οποίες σχετίζονται με τον πόλεμο και το τραύμα. Οι επιγενετικοί δείκτες, επηρεάζουν την έκφραση των γονιδίων χωρίς να αλλάζουν τον γενετικό κώδικα, μπορούν να μεταβληθούν λόγω των εμπειριών και του περιβάλλοντος ενός ατόμου. Αυτές οι αλλαγές, σύμφωνα με νέα μελέτη, μπορούν ακόμη και να κληροδοτηθούν στις επόμενες γενιές. Η επιγενετική είναι ο κλάδος της βιολογίας που μελετά τις κληρονομήσιμες αλλαγές στη γονιδιακή έκφραση που προκαλούνται από μηχανισμούς οι οποίοι δεν σχετίζονται με την αλληλουχία του DNA.
Η μελέτη υποδεικνύει ότι τα στρεσογόνα γεγονότα μπορούν να επηρεάσουν την επιγενετική δομή ενός ατόμου. Πώς αλλάζουν όμως τα επιγενετικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων σε μια πληθυσμιακή ομάδα που έχει εκτεθεί επανειλημμένα σε πολέμους ή βία;
Η νέα μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Scientific Reports, προσπάθησε να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα. Μια διεθνής ομάδα ερευνητών με επικεφαλής την Ράνα Ντατζάνι, μοριακή βιολόγος στο Πανεπιστήμιο Hashemite της Ιορδανίας, διαπίστωσε ότι τα επιγενετικά σημάδια του τραύματος μπορούν να μεταφερθούν από γενιά σε γενιά. Η μελέτη εστίασε σε τρεις γενιές οικογενειών από τη Συρία που έζησαν τη Σφαγή της Χάμα το 1982 και την Συριακή εξέγερση που ξεκίνησε το 2011.
«Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα και συναρπαστική μελέτη που υπογραμμίζει το γεγονός ότι η τραυματική εμπειρία μπορεί να έχει αντίκτυπο σε πολλές γενιές», δήλωσε στο Live Science ο Μάικλ Πλούες, ερευνητής αναπτυξιακής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σάρεϊ στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη.
Η έρευνα της Ντατζάνι επικεντρώνεται κυρίως στη γενετική των εθνοτικών πληθυσμών στην Ιορδανία, αν και ενδιαφέρεται και για το στρες και την επιγενετική κληρονομικότητα. Υπάρχουν αρκετές μελέτες σε πειραματόζωα που δείχνουν ότι οι επιγενετικές αλλαγές μπορούν να μεταφερθούν από τη μία γενιά στην επόμενη.
Η Ντατζάνι, η οποία είναι κόρη Σύρου πρόσφυγα, μελετά κυρίως τη γενετική των εθνοτικών πληθυσμών στην Ιορδανία. Ωστόσο, πάντα την ενδιέφερε το άγχος και η κληρονομικότητα. Προηγούμενες μελέτες σε εργαστηριακά ζώα έχουν δείξει ότι οι επιγενετικές αλλαγές μπορούν να μεταδοθούν από τη μια γενιά στην άλλη. Ωστόσο, το ερώτημα αν τα επιγενετικά σημάδια του τραύματος και της εκδίωξης μπορούν να μεταδοθούν από γενιά σε γενιά δεν είχε απαντηθεί.
«Σκέφτηκα ότι μπορούμε πραγματικά να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση λόγω των μοναδικών χαρακτηριστικών και της μοναδικής ιστορίας της συριακής κοινότητας», δήλωσε η ερευνήτρια στο Live Science.
Η Ντατζάνι συζήτησε την ιδέα της με την Κάθριν Πάντερ-Μπρικ, ανθρωπολόγο στο Πανεπιστήμιο Γιέλ με εξειδίκευση στους βιοδείκτες άγχους και την παγκόσμια υγεία, και με την Κόνι Μάλιγκαν, επιγενετίστρια στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα, η οποία μελετά τις δυσκολίες της παιδικής ηλικίας. Οι τρεις ερευνήτριες πέρασαν την επόμενη δεκαετία διερευνώντας το θέμα αυτό.
Σύνδεση με την κοινότητα
Η Ντατζάνι και η Ντίμα Χαμαντμάντ, συν-συγγραφέας της μελέτης και κόρη Σύρων προσφύγων, επικοινώνησαν με οικογένειες από τη Συρία σε όλο τον κόσμο και άκουσαν τις ιστορίες τους. Τους μίλησαν για την επιστήμη της επιγενετικής, για τι θα μπορούσαν να περιμένουν από τα αποτελέσματα της μελέτης και πώς αυτά θα μπορούσαν να ευαισθητοποιήσουν τον κόσμο.
«Οι οικογένειες ένιωσαν ικανοποίηση επειδή, πρώτον, κατανόησαν την επιστήμη και δεύτερον, αισθάνθηκαν ότι είχαν εξουσία – ότι έκαναν κάτι ως απάντηση σε αυτό που τους συνέβη», εξήγησε η Ντατζάνι.
«Αυτό συνέβη επειδή είμαι επιστήμονας και κατάγομαι από τη Συρία» πρόσθεσε.
Το 1982, ο συριακός στρατός εξαπόλυσε γενική επίθεση εναντίον των ισλαμιστών ανταρτών που είχαν καταλάβει την πόλη Χάμα στη δυτική Συρία. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, μεταξύ 10.000 και 40.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν ή εξαφανίστηκαν. Η εξέγερση που ξεκίνησε το 2011 είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών που διαδήλωναν κατά του καθεστώτος Άσαντ.
Οι ερευνήτριες χρειάστηκαν επτά χρόνια για να εντοπίσουν οικογένειες με τρεις γενιές γυναικών οι οποίες ήταν πρόθυμες να συμμετάσχουν στη μελέτη. Η ομάδα συνέλεξε δείγματα από τα μάγουλα των γιαγιάδων που ήταν έγκυες κατά τη διάρκεια της σφαγης του 1982, καθώς και από τις κόρες και τις εγγονές τους. Συνέλεξαν επίσης δείγματα από μητέρες που ήταν έγκυες κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του 2011, καθώς και από τις μητέρες και τις κόρες τους. Επιπλέον, η ερευνητική ομάδα εντόπισε οικογένειες με κόρες, όπου η μία ήταν παιδί κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του 2011, και επομένως βίωσε άμεσα το τραύμα, ενώ η άλλη κόρη ήταν ακόμη έμβρυο στην κοιλιά της μητέρας της. Τέλος, πήραν δείγματα από οικογένειες που είχαν εγκαταλείψει τη Συρία πριν από οποιοδήποτε από τα δύο γεγονότα, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσουν ως σημείο σύγκρισης.
«Δεν μπορείτε να βρείτε τρεις γενιές ανθρώπων που έχουν υποστεί τη βαρβαρότητα του πολέμου με τόσο διακριτό τρόπο, με γιαγιάδες, μητέρες και παιδιά που έχουν εκτεθεί ή δεν έχουν εκτεθεί στον πόλεμο. Πρόκειται λοιπόν για μια μοναδική περίπτωση», δήλωσε η Πάντερ-Μπρικ.
Η ανάλυση των δειγμάτων αποκάλυψε 21 διακριτές επιγενετικές αλλαγές στο γονιδίωμα στα άτομα που είχαν βιώσει άμεσα το τραύμα. Επιπλέον, οι ερευνήτριες εντόπισαν 14 αλλαγές στα εγγόνια των γιαγιάδων που είχαν βιώσει τραύμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους. Αυτές οι αλλαγές εντοπίστηκαν σε 35 σημεία του γονιδιώματος και τα δεδομένα έδειξαν ότι, στην πλειονότητα αυτών των σημείων, εμφανίστηκε το ίδιο μοτίβο επιγενετικών αλλαγών ανεξάρτητα από τον τύπο της έκθεσης – άμεση, προγεννητική ή από προηγούμενη γενιά. Συγκεκριμένα, ένας κοινός τύπος επιγενετικής αλλαγής είναι η προσθήκη ή αφαίρεση μιας ένωσης – που ονομάζεται μεθυλομάδα – από το DNA. Έτσι, σε όλους τους διαφορετικούς τύπους τραύματος, οι περισσότερες περιοχές εμφάνισαν μεθυλίωση προς την ίδια κατεύθυνση. Ωστόσο, το εύρημα αυτό δεν ήταν στατιστικά σημαντικό, πιθανότατα λόγω του σχετικά μικρού μεγέθους των δειγμάτων σε κάθε ομάδα, σημείωσαν οι συγγραφείς.
«Αυτό που υποδηλώνει η μελέτη είναι ότι μπορεί να υπάρχει μια κοινή επιγενετική υπογραφή της βίας σε όλες τις γενιές, τις εκθέσεις και τα στάδια ανάπτυξης», δήλωσε η Μάλιγκαν στο Live Science.
Η ανάλυση διαπίστωσε επίσης ότι τα παιδιά που εκτέθηκαν σε τραύμα στη μήτρα εμφανίστηκαν επιγενετικά «μεγαλύτερα» από τη χρονολογική τους ηλικία. Αυτή η επιταχυνόμενη γήρανση έχει συνδεθεί με μια σειρά από προβλήματα υγείας, αλλά δεν είναι σαφές αν οι επιγενετικές αλλαγές οδηγούν σε προβλήματα υγείας ή απλώς τα αντανακλούν. Η Μάλιγκαν πρότεινε ότι θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα της έκθεσης σε τραύμα κατά τη διάρκεια ενός ιδιαίτερα ενεργού σταδίου της εμβρυϊκής ανάπτυξης, γεγονός που θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί παρατηρήθηκε μόνο στο πλαίσιο της προγεννητικής έκθεσης.
Τι σημαίνει αυτό για την υγεία
Οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν ακόμη πώς επηρεάζουν αυτές οι επιγενετικές αλαλγές την ανθρώπινη υγεία. Η Μάλιγκαν υποψιάζεται πως «μπορεί να επέτρεψαν στους ανθρώπους να προσαρμοστούν στους περιβαλλοντικούς στρεσογόνους παράγοντες και ειδικά στο ψυχοκοινωνικό στρες και στη βία».
Οι ερευνήτριες σκοπεύουν να συνεχίσουν να διερευνούν τον αντίκτυπο αυτών των επιγενετικών αλλαγών και να μελετήσουν και άλλες ομάδες ανθρώπων. Η Ντατζάνι είχε δημοσιεύσει στο παρελθόν εργασίες σχετικά με το πώς μελέτες όπως αυτές μπορούν να αλλάξουν την οπτική μας για τα τραυματικά γεγονότα.
«Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το πλαίσιο για να περάσουμε από τη θυματοποίηση και την ευαλωτότητα στη δράση και την προσαρμοστικότητα. Η ανακάλυψή μας είναι η απόδειξη ότι οι άνθρωποι κληρονομούν αυτή την προσαρμοστικότητα, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν μελλοντικά απρόβλεπτα περιβάλλοντα» επεσήμανε.
Η ερευνήτρια έγινε επίσης πρόσφατα γιαγιά και προβληματίστηκε για το τι θα έλεγε στην εγγονή της σχετικά με αυτή την ανακάλυψη.
«Ακόμα κι αν οι παππούδες ή οι προπαππούδες σας μετέδωσαν κάτι, εσείς έχετε το πείσμα- το ‘sumud’, μια αραβική λέξη που σημαίνει σταθερότητα- να προχωρήσετε μπροστά και να ευδοκιμήσετε και να ανθίσετε», πρόσθεσε.
«Είναι σπουδαίο συναίσθημα να βλέπουμε τα αποτελέσματα της σκληρής δουλειάς μας να αποδίδουν καρπούς σε αυτό το σημείο» δήλωσε η Πάντερ-Μπρικ.
«Έχει μεγάλη σημασία για τον πληθυσμό, την ομάδα των γυναικών επιστημόνων και την επιστημονική κοινότητα στο σύνολό της. Αποτελεί επίσης ένα εξαιρετικό παράδειγμα για το πώς μπορούμε να συνεργαστούμε προς όφελος της ανθρωπότητας, εμβαθύνοντας στην κατανόηση των προκλήσεων που επανειλημμένα αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι όταν έρχονται αντιμέτωποι με διάφορες μορφές βίας» κατέληξε η ερευνήτρια.
ΠΗΓΗ: Live Science
www.ertnews.gr