Αν υπάρχει μια απορία που κυριαρχεί στον πολιτικό κόσμο της χώρας τις τελευταίες ημέρες, αυτή δεν είναι για το μέγεθος της λαϊκής οργής, όπως αυτή αποτυπώθηκε στα τεράστια συλλαλητήρια για την τραγωδία των Τεμπών την περασμένη Κυριακή, ούτε για το μήνυμα που έστειλαν οι πολίτες προς όλες τις κατευθύνσεις.
Όχι, η απορία αφορά στις πληροφορίες ότι η κυβέρνηση αιφνιδιάστηκε από το μέγεθος και τον παλμό των συγκεντρώσεων διαμαρτυρίας – που, υπενθυμίζεται, απλώθηκαν από άκρη σε άκρη της χώρας, αλλά και έξω από αυτή. Και η απορία πηγάζει από το γεγονός ότι η κυβέρνηση καυχιέται ότι έχει το αυτί της στην κοινωνία, την αφουγκράζεται και διαισθάνεται τις αγωνίες και τις προθέσεις της.
Οπότε, αν η κυβέρνηση δεν περίμενε, δύο χρόνια μετά το αδιανόητο σιδηροδρομικό δυστύχημα και ύστερα από όλα όσα έχουν δει το τελευταίο διάστημα το φως της δημοσιότητας (με αποκορύφωμα το εφιαλτικό ηχητικό από το 112), ότι οι πολίτες δεν θα αντιδρούσαν, κυρίως δε για τους έως σήμερα χειρισμούς της κυβέρνησης για την υπόθεση, μάλλον είχε πλανηθεί οικτρά – για να το πούμε ευγενώς.
Εν πάση περιπτώσει, το σοκ από το μέγεθος και την ένταση των αντιδράσεων των πολιτών (για μια υπόθεση που δυνητικά αγγίζει το 90% των Ελλήνων), το βροντερό αίτημα για δικαιοσύνη, η εκτεταμένη στην κοινωνία (και σταθερά καταγεγραμμένη στις δημοσκοπήσεις) αίσθηση ότι επιχειρείται συγκάλυψη πτυχών της υπόθεσης αυτής, ακόμα και το γεγονός ότι πλησιάζει η δεύτερη «μαύρη επέτειος» του δυστυχήματος και η έναρξη της δίκης για την τραγωδία δεν φαίνεται στον ορίζοντα, όλα αυτά έχουν θορυβήσει το κυβερνητικό στρατόπεδο, το οποίο, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει μπει σε φάση διαχείρισης κρίσης.
Το πρόβλημα
Το πρόβλημα, ωστόσο (και είναι κάτι που και στελέχη της κυβέρνησης και του κυβερνώντος κόμματος παραδέχονται πλέον ανοιχτά σε ιδιωτικές συζητήσεις τους), είναι ότι η διαχείριση αυτή επιχειρείται σε μια φάση κατά την οποία έχουν συσσωρευτεί πολλά λάθη, παραλείψεις, αντιφάσεις και μπρος – πίσω, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να χρειάζεται να κλείσει πολλές «χαίνουσες πληγές» που και με δική της ευθύνη παραμένουν ανοιχτές εδώ και δύο χρόνια και πλέον, κάποιες από αυτές έχουν κακοφορμίσει.
Μάλιστα, το εντυπωσιακό είναι ότι τα λάθη αυτά δεν εντοπίζονται μόνο σε επικοινωνιακό, αλλά και σε ουσιαστικό επίπεδο, υπό την έννοια ότι αφορούν μείζονες πτυχές της υπόθεσης.
Ακόμα χειρότερα για την κυβέρνηση, η από τούδε διαχείριση απαιτεί εξαιρετικά λεπτούς χειρισμούς, καθώς πλέον είναι σαφές ότι κάθε της κίνηση σχετικά με την υπόθεση των Τεμπών θα αντιμετωπίζεται με δυσπιστία από ένα μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος, καθώς η έως τώρα συμπεριφορά της έχει δώσει λαβή για αμφισβήτηση και καχυποψία.
Η καχυποψία αυτή, άλλωστε, εκφράστηκε με βροντερό τρόπο από τα συλλαλητήρια της περασμένης Κυριακής και ενώ βαίνουμε προς την 28η Φεβρουαρίου, δύο χρόνια μετά τη νύχτα της τραγωδίας, και οι συγγενείς των θυμάτων, αλλά και κόμματα και φορείς ετοιμάζουν και νέες κινητοποιήσεις και εκδηλώσεις μνήμης.
Για να γίνει σαφές το… ναρκοπέδιο μέσα στο οποίο βαδίζει η κυβέρνηση, παρακάτω περιγράφονται συνοπτικά τα πέντε μεγάλα λάθη που έχει διαπράξει ώς σήμερα, όσον αφορά στον χειρισμό της τραγωδίας των Τεμπών.
Λάθος πρώτο
Αναμφισβήτητα, το πρώτο και μεγάλο λάθος που διέπραξε η κυβέρνηση – και… φρόντισε να το κάνει από την πρώτη στιγμή – ήταν η απόφαση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, είτε μέσω διαγγελμάτων είτε μέσω συνεντεύξεων είτε μέσω τοποθετήσεών του στη Βουλή, να «πάρει επάνω του» συγκεκριμένες θέσεις σχετικά με την τραγωδία.
Η δήλωση ότι το αδιανόητο δυστύχημα ήταν κυρίως αποτέλεσμα ανθρώπινου λάθους, η ατάκα για τα αίτια της έκρηξης και της «πυρόσφαιρας», ο χαρακτηρισμός «θεωρίες συνωμοσίας» για όσα έχουν κατά καιρούς απαιτηθεί να διερευνηθούν ως προς τα αίτια θανάτου πολλών ανθρώπων στην επιβατική αμαξοστοιχία, όλα αυτά έχουν καταγραφεί στη συλλογική μνήμη των πολιτών και δημιούργησαν την αίσθηση της προσπάθειας συγκάλυψης πτυχών της υπόθεσης.
Μάλιστα, το χειρότερο σε αυτή τη φάση είναι πως, ενώ είναι σαφές ότι προφανώς υπήρξε μείζον ανθρώπινο λάθος, εντούτοις η διαχείριση που έγινε για αυτά τα ζητήματα κρίνεται επιεικώς εσφαλμένη ακόμα και από στελέχη της κυβερνώσας παράταξης, τα οποία και επισημαίνουν ότι η ζημιά που έχει γίνει ακόμα δεν μπορεί να μετρηθεί.
Λάθος δεύτερο
Ένα δεύτερο φάουλ, το οποίο, σε γενικές γραμμές «κόπηκε» σύντομα, αλλά προκάλεσε πολύ αρνητικές αντιδράσεις στους πολίτες, ήταν τα συμπτώματα αλαζονείας που κατεγράφησαν από κυβερνητικούς παράγοντες, ιδίως δε μετά τις εθνικές εκλογές του 2023 και το 41% που πήρε η Ν.Δ. σε αυτές.
Δηλώσεις για την τραγωδία, όπως ότι «αυτά κρίθηκαν στις κάλπες», «ποιος ενδιαφέρεται για τα Τέμπη;» και διάφορα τέτοια «χτύπησαν» πολύ άσχημα και στους συγγενείς των θυμάτων, αλλά και συνολικά στους πολίτες, ενώ και κάποιες επιλογές σχετικά με τα ψηφοδέλτια του κυβερνώντος κόμματος, για να το πούμε ευγενικά, ξένισαν τον κόσμο.
Τα φαινόμενα αυτά περιορίστηκαν σχετικά γρήγορα – αφού ήταν προφανές ότι μόνο καλό δεν έκαναν στην κυβέρνηση. Ωστόσο, η «υπόγευση» που άφησαν σε πολλούς πολίτες ήταν αρνητική και είχε και μεγάλη διάρκεια.
Λάθος τρίτο
Ο χειρισμός της κυβέρνησης στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής κρίνεται σήμερα «καταστροφικός» ακόμα και από κυβερνητικά στελέχη, τα οποία θεωρούν ότι, ενώ βραχυπρόθεσμα φάνηκε να «βγάζει λάδι» την κυβέρνηση, μακροπρόθεσμα έκανε τεράστια ζημιά και ενίσχυσε σε μεγάλο βαθμό την αίσθηση της απόπειρας συγκάλυψης.
Η άρνηση της πλειοψηφίας να κληθούν στην Επιτροπή κρίσιμοι μάρτυρες, όπως οι συνδικαλιστές του ΟΣΕ που είχαν προειδοποιήσει εξωδίκως την ηγεσία του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών για κίνδυνο σοβαρού σιδηροδρομικού δυστυχήματος, ή του υφυπουργού Χρήστου Τριαντόπουλου, ήταν απλώς το «κερασάκι στην τούρτα», καθώς τα κόμματα της αντιπολίτευσης εξαρχής κατηγορούσαν την κυβέρνηση για απόπειρα αποπροσανατολισμού, καθώς η εξεταστική «απλωνόταν» σε κυβερνήσεις μέχρι αυτή του Κώστα Σημίτη, ενώ και οι εργασίες της φάνηκαν να τελειώνουν άρον – άρον.
Αν στα παραπάνω προστεθούν και ατάκες του προεδρεύοντος την Επιτροπή, βουλευτή Β’ Πειραιά, Δημήτρη Μαρκόπουλου ότι είναι «γουρλίδικη» (επειδή δύο μέλη της μπήκαν στην κυβέρνηση) ή ότι «όταν είναι τόσες ημέρες στην Επιτροπή η κυρία Πέρκα, τι να κάνω άλλο; Το διασκεδάζω», ήταν εμφανές ότι μια διαδικασία που θα έπρεπε τουλάχιστον να δείξει το δέοντα σεβασμό στην περίσταση και το περιστατικό που διερευνούσε, φάνηκε απλώς να γίνεται «παιχνίδι» στα χέρια της πλειοψηφίας.
Λάθος τέταρτο
Αν και ακόμα οι απόψεις διίστανται, η διαμάχη για το «μπάζωμα – ξεμπάζωμα» του σημείου της τραγωδίας δείχνει ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να ξεπεράσει τη διάχυτη καχυποψία με την οποία αντιμετωπίζονται όλες οι ενέργειές της σχετικά με την υπόθεση.
Η ασάφεια σχετικά με το ποιος και γιατί έδωσε την εντολή για τις χωματουργικές εργασίες, η πίεση των συγγενών των θυμάτων να γίνει γνωστό πού μεταφέρθηκε το χώμα από το σημείο, αλλά και μάλλον ατυχείς ατάκες, όπως ότι «είναι για τα μπάζα όσοι από τους πολιτικούς χρησιμοποιούν αυτό το θολό πράγμα για τα μπαζώματα», σίγουρα δεν βοήθησαν να ξεπεραστεί η αίσθηση ότι, ακόμα και αν οι ενέργειες που έγιναν στον τόπο της τραγωδίας ήταν επιχειρησιακά απαραίτητες, εντούτοις ενέχουν στοιχεία προσπάθειας συγκάλυψης στοιχείων.
Λάθος πέμπτο
Σύμφωνα με ορισμένες πηγές από τη Νέα Δημοκρατία, και ο χειρισμός που έγινε από τη Βουλή για το πόρισμα της Ευρωπαίας εισαγγελέως Λάουρα Κοβέσι σχετικά με την «αμαρτωλή» σύμβαση 717 για την τηλεδιοίκηση στο σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας, το οποίο «έπεσε στον τοίχο» του νόμου περί ευθύνης υπουργών, ουσιαστικά επέτεινε την αίσθηση ότι η κυβέρνηση δεν θέλει να αποκαλυφθούν όλες οι λεπτομέρειες σχετικά με τις πολιτικές ευθύνες για την τραγωδία.
Μάλιστα, οι ίδιες πηγές επισημαίνουν ότι το πόρισμα έβαζε στο κάδρο και τον υπουργό Υποδομών και Μεταφορών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛΛ Χρήστο Σπίρτζη, κάτι που αναδείκνυε το αφήγημα της κυβέρνησης περί διαχρονικών λαθών και παθογενειών. Ωστόσο, σημειώνουν οι ίδιοι άνθρωποι, η κυβέρνηση αντέδρασε φοβικά, κρύφτηκε πίσω από διάφορες τεχνικού χαρακτήρα δικαιολογίες και έχασε μια ευκαιρία να βγει μπροστά από τις εξελίξεις.
Συν ένα λάθος
Πάντως, και σε αυτό συμφωνούν σχεδόν οι πάντες εντός Νέας Δημοκρατίας, ένα σφάλμα που διατρέχει συνολικά τη διαχείριση της τραγωδίας των Τεμπών αφορά την επικοινωνία και τις εντυπώσεις που η κυβέρνηση δημιούργησε στους πολίτες, ότι επιδιώκει η υπόθεση αυτή να κλείσει όπως – όπως, επιρρίπτοντας όλη την ευθύνη στην πλάτη του σταθμάρχη Λάρισας και δημιουργώντας «τείχη προστασίας» σε πολιτικά πρόσωπα ή στελέχη των εμπλεκόμενων οργανισμών.
Όπως σημειώνουν άνθρωποι με τους οποίους συνομίλησε το «Ποντίκι», σε μια υπόθεση που μοιάζει να ακολουθεί ημιτονοειδή καμπύλη, όσον αφορά στη θέση της στην επικαιρότητα, έλειψε ένας πιο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός, μια πιο «ενσυναισθητική» προσέγγιση και μια πιο οργανωμένη αντιμετώπιση των στοιχείων που έρχονταν κατά καιρούς στη δημοσιότητα.
Επίσης τονίζουν ότι έλειψε από την κυβέρνηση μια αυστηρή ανάλυση σχετικά με το πόσο επηρεάζει η τραγωδία συνολικά την κοινωνία, με αποτέλεσμα τα τεράστια σε όγκο και οργή συλλαλητήρια της Κυριακής να την πιάσουν εξ απήνης και να την υποχρεώσουν να μπει σε κατάσταση κρίσης – και μάλιστα σε μια φάση που η Νέα Δημοκρατία έμοιαζε να «παίρνει τα πάνω» της.
Διαβάστε επίσης
Τέμπη: Όλο και πιο κοντά στην πρόταση μομφής η αντιπολίτευση μετά τη συνέντευξη Μητσοτάκη
Τέμπη: Στον τοίχο η κυβέρνηση – Έρχονται πρόταση μομφής, προανακριτική και ευρύς ανασχηματισμός