Ως καμπανάκι για την ύπαρξη σοβαρών χρόνιων παθήσεων, όπως καρδιαγγειακών νοσημάτων, διαβήτη και μεταβολικού συνδρόμου, θα πρέπει να εκλαμβάνεται η δυσκολία ή αδυναμία στύσης στους μεγαλύτερους ηλικιακά άνδρες.
Αν και πολλοί πιστεύουν ότι οφείλεται σε απλούστερους λόγους, όπως η χαμηλή τεστοστερόνη, στην πραγματικότητα οι ορμονικές και άλλες αιτίες αποτελούν ένα πολύ μικρό ποσοστό των περιπτώσεων στυτικής δυσλειτουργίας.
Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Journal of Men’s Health και πραγματοποιήθηκε από Αυστραλούς ερευνητές, οι άνδρες θορυβούνται με την παρουσία στυτικής δυσλειτουργίας ή προβλημάτων του κατώτερου ουροποιητικού, π.χ. νυκτουρία, και είναι πιθανό να αναζητήσουν ιατρική βοήθεια.
Τείνουν όμως να μην γνωρίζουν ή να κατανοούν τη σημασία τους στη γενικότερη υγεία ούτε τις επιπτώσεις τους.
Αρκετοί δεν το πράττουν καν ή το αποφασίζουν καθυστερημένα, υπονομεύοντας την ποιότητα ζωής τους και θέτοντας σε κίνδυνο τον εαυτό τους, αφού αυτές οι σοβαρές και δυνητικά επικίνδυνες για τη ζωή παθήσεις παραμείνουν αδιάγνωστες για μεγάλο χρονικό διάστημα, μιας και δεν προκαλούν συμπτώματα αρχικά.
«Οι άνδρες έχουν σημαντικά μικρότερο προσδόκιμο ζωής σε σύγκριση με τις γυναίκες. Όπως διαπίστωσε πρόσφατα μια διεθνής ανάλυση, οι γυναίκες ζουν 5 χρόνια περισσότερο. Εκτός από τους βιολογικούς παράγοντες, μεταξύ των κυριότερων λόγων περιλαμβάνεται η τακτική τους να συμβουλεύονται τους γιατρούς για κάθε πρόβλημα που τις απασχολεί, σε αντίθεση με τους
άνδρες.
Εάν ακολουθούσαν το παράδειγμά τους και ήταν πιο δεκτικοί στη διαχείριση των παραγόντων κινδύνου, οι άνδρες θα μπορούσαν να προλαμβάνουν σοβαρές νόσους και να ζουν περισσότερο», επισημαίνει ο Χειρουργός Ανδρολόγος Ουρολόγος δρ Αναστάσιος Λιβάνιος.
Η Φιλανδική μελέτη
Η στυτική δυσλειτουργία είναι αρκετά συχνή ιδίως σε μεγαλύτερους άνδρες. Ενώ ο επιπολασμός της είναι 15% στην ηλικία των 20-29 ετών, αυτός αυξάνεται σταδιακά σχεδόν στο 70% μετά τα 70. Όσον αφορά στη σοβαρότητα της δυσλειτουργίας, μια φινλανδική μελέτη σε περισσότερους από 3.000 άνδρες ηλικίας 50-75 ετών αποκάλυψε ότι το ποσοστό με μέτρια στυτική δυσλειτουργία αυξάνεται από 10% σε 20% μεταξύ των ηλικιών 50 και 75 ετών, ενώ το ποσοστό της σοβαρής δυσλειτουργίας από 5% (max) στην ηλικία των 50 ετών σε 40% μέχρι τα 75 χρόνια.
Αυτό συμβαίνει, μεταξύ άλλων, εξαιτίας της αλλαγής του τρόπου ζωής με την πάροδο του χρόνου. Η μειωμένη σωματική άσκηση, η παρατεταμένη ανθυγιεινή διατροφή, η αύξηση του σωματικού βάρους, η εμφάνιση παθήσεων όπως η δυσλιπιδαιμία, ο διαβήτης, αλλά και οι επιπτώσεις του καπνίσματος αυξάνουν τον κίνδυνο για στυτική δυσλειτουργία, λόγω των προβλημάτων που δημιουργούν στα αγγεία.
«Παρότι η δυσκολία επίτευξης στύσης μπορεί να οφείλεται σε ψυχολογικούς, ορμονικούς και νευρολογικούς λόγους, η πλειονότητα των περιπτώσεων είναι αγγειακής αιτιολογίας.
Η αθηροσκλήρωση προκαλεί ανεπαρκή παροχή αίματος τόσο στα μεγάλα και μεσαία αγγεία
και με την πάροδο του χρόνου οδηγεί σε καρδιακές παθήσεις, όπως σε στεφανιαία νόσο, όσο και στις μικρές αρτηρίες του πέους και γίνεται αιτία στυτικής δυσλειτουργίας.
Επομένως, λόγω του μεγέθους των αγγείων τα προβλήματα στύσης προηγούνται συνήθως της καρδιακής νόσου», διευκρινίζει.
Οι προσωπικές και ψυχολογικές επιπτώσεις της δυσλειτουργίας είναι αυτές που μπορεί να προτρέψουν τους άνδρες στην αναζήτηση θεραπείας, δίνοντάς τους τελικά την ευκαιρία για πρόληψη αλλά και για έλεγχο της καρδιαγγειακής τους υγείας.
Αν και υπάρχουν πολλές συντηρητικές και χειρουργικές επιλογές για την αποκατάσταση της καλής στυτικής λειτουργίας, όπως φαρμακευτικές αγωγές, τοποθέτηση πεϊκής πρόθεσης και εφαρμογή κρουστικών κυμάτων για όσους δεν επιθυμούν ή δεν ανέχονται τις άλλες δύο, η
θεραπεία της αιτίας που την προκαλεί πρέπει να συμπορεύεται με την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων προκειμένου το πρόβλημα να μην ξαναδημιουργηθεί.
Η νυκτουρία, το πιο συχνό σύμπτωμα των προβλημάτων του κατώτερου ουροποιητικού, μοιράζεται τους ίδιους παράγοντες κινδύνου με τη στυτική δυσλειτουργία.
Η υπέρταση, τα υψηλά επίπεδα λιπιδίων και γλυκόζης, προκαλούν φλεγμονή και καθιστούν την ουροδόχο κύστη λιγότερο ελαστική, με συνέπεια να μην μπορεί να διευρυνθεί επαρκώς κατά τη διάρκεια της νύχτας για να συγκρατήσει τα ούρα μέχρι το πρωί.
Επηρεάζει μεταξύ 20% και 45% των ανδρών ηλικίας 20-40 ετών, ενώ αυξάνεται έως και 95% μετά τα 70. Περίπου στο 70% συνυπάρχουν και οι δύο νόσοι. Η αύξηση της σοβαρότητας της μιας συμπαρασύρει και της άλλης.
«Αν και η εμφάνιση της στυτικής δυσλειτουργίας και της νυκτουρίας θεωρούνται ως φυσικό επόμενο της γήρανσης, αυτό δεν ισχύει.
Ο τρόπος ζωής κατέχει εξέχουσα θέση στην εμφάνισή τους. Και οι δύο νόσοι μπορούν να αποφευχθούν ή να βελτιωθούν τα συμπτώματα που προκαλούν με μικρές τροποποιήσεις, όπως με αύξηση της δραστηριότητας, επίτευξη ενός φυσιολογικού βάρους, διακοπή του καπνίσματος, αποφυγή της κατανάλωσης αλκοόλ, υγιεινή διατροφή, έλεγχο της γλυκόζης και των λιπιδίων στο αίμα.
Παρότι αυτές οι αλλαγές μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τους, αρκετοί άνδρες επιλέγουν να παίρνουν χάπια χωρίς παρακολούθηση γιατρού, θέτοντας τον εαυτό τους σε κίνδυνο.
Δεν κοιμούνται επαρκώς και υπομένουν τις συνέπειες του ελλιπούς ύπνου την επόμενη μέρα, περιορίζουν τη σεξουαλική και κοινωνική ζωή τους. Δεν αναζητούν θεραπεία, γιατί πιστεύουν ότι τα συμπτώματά τους είναι αναπόφευκτα ή γιατί ντρέπονται και δεν δίνουν στον εαυτό
τους την ευκαιρία πρόληψης και έγκαιρης ενημέρωσης και αντιμετώπισης τόσο αυτών όσο και απειλητικών για τη ζωή τους νόσων.
Δεν είναι, όμως, αυτή η φυσική πορεία των ανδρών. Το μόνο που χρειάζεται είναι θέληση και προσπάθεια υπό σωστή καθοδήγηση για να είναι σεξουαλικά ενεργοί και υγιείς για πολλές δεκαετίες», καταλήγει
Διαβάστε επίσης
Εμμηναρχή: Γιατί τα κορίτσια έχουν περίοδο όλο και πιο νωρίς – Ανησυχητικά τα ευρήματα έρευνας
Άνοια: Ποια διατροφή μειώνει τον κίνδυνο