Με την αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και τη διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με τα POS να αποκαλύπτει έναν «κρυφό» τζίρο δισεκατομμυρίων ευρώ στην αγορά, η προσοχή στρέφεται στα φορολογικά κίνητρα για τις ηλεκτρονικές πληρωμές. Παρά τις καλές προθέσεις της νομοθεσίας να ενισχύσει τη χρήση τους και να περιορίσει τη φοροδιαφυγή, τα αποτελέσματα μέχρι στιγμής δεν δείχνουν να ανταποκρίνονται στις προσδοκίες.
Το υπουργείο Οικονομικών καλείται να αποφασίσει για το μέλλον του φορολογικού μπόνους που παρέχεται στους φορολογούμενους που επιλέγουν να πληρώνουν με ηλεκτρονικό χρήμα, αντί μετρητών, σε επαγγελματίες από κατηγορίες όπως τα οικοδομικά επαγγέλματα. Το μέτρο, που ισχύει από το 2022, προβλέπει έκπτωση 30% από το φορολογητέο εισόδημα για τις ηλεκτρονικές δαπάνες που αφορούν αμοιβές σε 20 επαγγέλματα, με ανώτατο όριο τα 5.000 ευρώ.
Παρά την εντυπωσιακή αύξηση στις ηλεκτρονικές συναλλαγές, οι οποίες έφτασαν τα 68 δισεκατομμύρια ευρώ το 2024, η εφαρμογή του φορολογικού κινήτρου δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αν και το μέτρο φαινόταν αρχικά ελκυστικό, η πραγματικότητα δείχνει ότι οι φορολογούμενοι δεν το αξιοποιούν πλήρως. Η φορολογική έκπτωση, παρά τη θεωρητική της αξία, προσφέρει περιορισμένα οφέλη, καθώς η διαδικασία δεν είναι άμεσα κατανοητή και η έκπτωση φαντάζει ασήμαντη μπροστά στην άμεση έκπτωση που προσφέρουν οι επαγγελματίες για πληρωμές με μετρητά χωρίς απόδειξη.
Η εφαρμογή του μέτρου αναδεικνύει τα προβλήματα καθυστέρησης στην απόδοση των οφελών και την έλλειψη ικανοποιητικών κινήτρων για να ενισχυθεί η χρήση ηλεκτρονικών πληρωμών, ειδικά για μικρομεσαίους επαγγελματίες και φορολογούμενους με χαμηλότερα εισοδήματα. Επιπλέον, δεν έχει αναπτυχθεί η αναγκαία κουλτούρα που θα καθιστούσε την ηλεκτρονική πληρωμή την πιο πρακτική επιλογή για την πλειονότητα των φορολογούμενων.
Αυτό καταδεικνύει την ανάγκη για ανασχεδιασμό του μέτρου, προκειμένου να ενισχυθεί η χρησιμότητά του και να επιτευχθεί μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην αγορά. Η τρέχουσα προσέγγιση δεν φαίνεται να συμβάλλει σημαντικά στην επίτευξη των στόχων της φορολογικής συμμόρφωσης και της μείωσης της φοροδιαφυγής.
Οι φορολογούμενοι δείχνουν να αποφεύγουν το μέτρο που θα μπορούσε να τους προσφέρει φορολογικό όφελος από 450 ευρώ για εισοδήματα έως 10.000 ευρώ και έως 2.200 ευρώ για εισοδήματα άνω των 40.000 ευρώ.
Δύο είναι οι κύριοι λόγοι που το μέτρο δεν έχει αποδώσει:
• Μισθωτοί, συνταξιούχοι και αγρότες με εισοδήματα κάτω από το αφορολόγητο όριο, καθώς και φορολογούμενοι με πολύ χαμηλά εισοδήματα, δεν επωφελούνται από το κίνητρο, καθώς δεν πληρώνουν φόρο.
• Το φορολογικό όφελος είναι περιορισμένο και φτάνει με καθυστέρηση, σε σύγκριση με τις άμεσες εκπτώσεις που προσφέρουν οι επαγγελματίες για πληρωμές με μετρητά χωρίς απόδειξη.
Για παράδειγμα, σε περίπτωση επισκευής από υδραυλικό αξίας 100 ευρώ χωρίς ΦΠΑ (24%), αν κοπεί απόδειξη, το ποσό ανεβαίνει στα 124 ευρώ. Σε αυτή την περίπτωση, η φορολογική μείωση που θα κερδίσει ο φορολογούμενος με την εκκαθάριση της φορολογικής δήλωσης του επόμενου έτους θα είναι μόλις 8,20 ευρώ, ενώ θα έχει πληρώσει επιπλέον 24 ευρώ σε ΦΠΑ.
Σενάρια για το μέτρο
Εξετάζονται διάφορα σενάρια για το μέτρο, από την αύξηση ή τον διπλασιασμό του φορολογικού κινήτρου, έως την κατάργηση του μέτρου. Η Τράπεζα της Ελλάδας προτείνει την παροχή επιπλέον φορολογικών κινήτρων για να περιοριστεί η απόκρυψη συναλλαγών σε τομείς με υψηλή φοροδιαφυγή.
Μία από τις προτάσεις που εξετάζονται προβλέπει την αύξηση της έκπτωσης, φτάνοντας τα 4.400 ευρώ από τα 2.200 ευρώ που ισχύει σήμερα.
Η έκπτωση φόρου, ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος, διαμορφώνεται ως εξής:
- Έως 450 ευρώ για ετήσιο εισόδημα έως 10.000 ευρώ
- Έως 1.100 ευρώ για ετήσιο εισόδημα από 10.000 ευρώ έως 20.000 ευρώ
- Έως 1.400 ευρώ για εισόδημα από 20.000 ευρώ έως 30.000 ευρώ
- Έως 1.800 ευρώ για εισόδημα από 30.000 ευρώ έως 40.000 ευρώ
- Έως 2.200 ευρώ για ετήσιο εισόδημα άνω των 40.000 ευρώ
Διαβάστε επίσης:
Φορολογικές δηλώσεις: Οι κερδισμένοι και χαμένοι για το 2025 – Όλες οι αλλαγές