Πολλούς φαίνεται ότι παραξένεψε – και άλλους ενόχλησε – η δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη για τον θάνατο του Κώστα Σημίτη. Ο πρωθυπουργός δεν τσιγκουνεύτηκε τους επαίνους για τον προκάτοχό του και για πολλά χρόνια πολιτικό αντίπαλο, τον οποίο είχε πολεμήσει με πάθος η Νέα Δημοκρατία ως αξιωματική αντιπολίτευση την περίοδο 1996 – 2004.
Και το πιο ενδιαφέρον; Η δήλωση αυτή έρχεται σε μια στιγμή που το όνομα του Ευάγγελου Βενιζέλου έχει αρχίσει να ξεχωρίζει στο ρεπορτάζ για τον επόμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Κατά πληροφορίες είναι ο επικρατέστερος υποψήφιος.
Οι θετικοί χαρακτηρισμοί του Μητσοτάκη για τον Σημίτη μόνο φειδωλοί δεν ήταν: άξιος και ευγενής πολιτικός αντίπαλος, πρωθυπουργός που συνόδευσε την Ελλάδα στα μεγάλα εθνικά της βήματα, συνεπής αγωνιστής κατά της δικτατορίας, ικανός ακαδημαϊκός δάσκαλος, μετριοπαθής κοινοβουλευτικός άνδρας, καταλύτης της δημόσιας ζωής που έθεσε με τόλμη στο επίκεντρό της τη μεγάλη προσπάθεια του εκσυγχρονισμού της χώρας.
Το ρεπορτάζ λέει ότι πολλοί εντός της Ν.Δ. ενοχλήθηκαν από την αβρότητα του πρωθυπουργού, ιδιαίτερα όσοι, κυρίως παλαιά στελέχη, είχαν σηκώσει πολύ μεγάλο βάρος στην προσπάθεια κριτικής και αποδόμησης του επί οκτώ χρόνια πρωθυπουργού της χώρας, ο οποίος κυβέρνησε με σημαία τον εκσυγχρονισμό και η θητεία του συνεχίζει να προκαλεί έντονες συζητήσεις και σκληρές αντιπαραθέσεις μεταξύ οπαδών και αντιπάλων του.
Γιατί λοιπόν ο Μητσοτάκης έκανε μια τόσο επαινετική δήλωση για τον Σημίτη;
Ο «μεταρρυθμιστής» Κυριάκος
Μια πρώτη γεύση από την απάντηση μας δίνει το δεύτερο μέρος αυτής της δήλωσης:
«“Ο εκσυγχρονισμός δεν έχει ημερομηνία λήξης” πίστευε ο ίδιος (σ.σ.: ο Κ. Σημίτης). “Είναι μια διαρκής διεργασία, έχοντας βάση τις αξίες της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης και της διαρκούς διεύρυνσης των δυνατοτήτων του ατόμου. Αποτελεί όρο με περιεχόμενο και πολιτική αξία. Ένα εργαλείο δράσης για την αλλαγή της κοινωνίας όσο υπάρχει παρελθόν που καθορίζει το παρόν και εμποδίζει την προσαρμογή στο μέλλον”».
Και αμέσως μετά:
«Ανεξάρτητα από πολιτικές διαφορές, νομίζω ότι αυτή η παρακαταθήκη του διατρέχει και σήμερα, ως κοινή διεκδίκηση, τα ζητούμενα της πατρίδας. Κάτι που σηματοδοτεί το μερίδιο προσφοράς του Κώστα Σημίτη σε αυτήν. Επιτρέποντάς του, στο εξής, να διατηρεί μία ξεχωριστή θέση στη μνήμη και στην Ιστορία».
Σε ανύποπτο χρόνο, πριν από τις εκλογές του 2023, γράφαμε ότι ο Μητσοτάκης είχε πάντα τη φιλοδοξία να μείνει στην πολιτική ιστορία ως ένας μεταρρυθμιστής που άλλαξε τη χώρα συμβάλλοντας στον εκσυγχρονισμό της. Η δε επιλογή υπουργών με πολιτική καταγωγή από το ΠΑΣΟΚ, που είχαν τέτοια χαρακτηριστικά, ήταν μια απόφασή του που δεν ανακλήθηκε ούτε μετά τις σφοδρές αντιδράσεις της Λαϊκής Δεξιάς που κατοικοεδρεύει στη Ν.Δ.
Συνεπώς δεν θα πρέπει να θεωρείται παράλογη η προσπάθειά του να οικειοποιηθεί τον σχετικό όρο αφήνοντας στο ΠΑΣΟΚ τη ρετσινιά του «λαϊκισμού».
Η εκλογική στόχευση
Επίσης πολύ πρόσφατα, στις 19 Δεκεμβρίου 2024, το «Ποντίκι» (πρωτοσέλιδος τίτλος «Ρίχνουν άγκυρα στο Κέντρο») εξηγούσε λεπτομερώς γιατί η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ απορρίπτουν τις – συχνά έντονες – φωνές που ωθούν τα δύο κόμματα για δεξιά και αριστερή «στροφή» αντιστοίχως και γιατί, αντιθέτως, είναι αποφασισμένα να αναμετρηθούν στο Κέντρο για την πολιτική πρωτοκαθεδρία.
Η δήλωση Μητσοτάκη για τον Σημίτη είναι μια ηχηρή επιβεβαίωση εκείνου του ρεπορτάζ και της ανάλυσης που το συνόδευε, καθώς επικυρώνει ότι η εν λόγω απόφαση του πρωθυπουργού είναι και θα παραμείνει αμετάκλητη. Για τον ίδιο είναι ξεκάθαρο ότι η μάχη με το ΠΑΣΟΚ για την προσέλκυση των κεντρώων ψηφοφόρων θα αποβεί καθοριστική για τη διαμόρφωση του αποτελέσματος των επόμενων εκλογών. Χωρίς την επικράτηση στο Κέντρο, κανένας άλλος στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί.
Ακόμη περισσότερο, η δήλωση Μητσοτάκη θα πρέπει να ερμηνευτεί και ως απόπειρα διείσδυσης στον «ζωτικό χώρο» του ΠΑΣΟΚ και του αρχηγού του, καθώς είναι γνωστό ότι ο εκλιπών πρώην πρωθυπουργός είχε στηρίξει την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην προεδρία του Κινήματος στις πρόσφατες εσωκομματικές εκλογές.
Δεδομένου μάλιστα του ότι το ΠΑΣΟΚ εμφανίζεται στάσιμο την τελευταία περίοδο και δυσκολεύεται να τρυπήσει το σκληρό δημοσκοπικό ταβάνι του 20%, είναι απολύτως αναμενόμενο το ότι ο πρωθυπουργός επιχειρεί να ακυρώσει αυτή την προοπτική και να κατοχυρώσει για τον εαυτό του ένα εκλογικό κοινό που, λόγω της εύκολης μετακίνησής του μεταξύ πολιτικών χώρων με αναφορές στο Κέντρο, είναι αυτό που κατά κανόνα κρίνει κατά το μάλλον ή ήττον τις εκλογικές αναμετρήσεις.
Τέσσερα ερωτήματα
Ωστόσο το περιεχόμενο της δήλωσης Μητσοτάκη δημιουργεί αυτόματα μια σειρά από άλλα ερωτήματα, τα οποία σχετίζονται ευθέως με την πρότασή του για την Προεδρία της Δημοκρατίας, που αναμένεται τις επόμενες λίγες μέρες – λογικά μετά τη συνάντηση με την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, που θα γίνει στις 15 Ιανουαρίου.
1. Ποια σχέση μπορεί να έχει αυτή η δήλωση με την επιλογή Προέδρου;
2. Δεν είναι αντιφατικό ο Μητσοτάκης να εκθειάζει τον Σημίτη και ύστερα να επιλέξει έναν καθαρό δεξιό για Πρόεδρο;
3. Πώς θα αντιδρούσε η Λαϊκή Δεξιά σε μια κεντροαριστερή υποψηφιότητα;
4. Μπορεί ο Μητσοτάκης να πάρει το ρίσκο μιας υποψηφιότητας με χαμηλή αποδοχή που θα έπληττε την κοινοβουλευτική εικόνα της Ν.Δ. και τον ίδιο τον θεσμό του Προέδρου με μια οριακή εκλογή;
Τα ερωτήματα θα μπορούσαν να είναι περισσότερα, αλλά αυτά είναι τα πιο σημαντικά. Ας τα δούμε πιο αναλυτικά.
1 και 2. Κατ’ αρχάς η συγκεκριμένη δήλωση εξηγείται από όσα αναφέραμε νωρίτερα και δεν είναι υποχρεωτικό να φωτογραφίζει την επιλογή Προέδρου.
Αν δούμε κάπως πιο μακροσκοπικά την επιδίωξη του Μητσοτάκη, αυτή είναι κυρίως να έχει το κεφάλι του ήσυχο. Κατά κάποιους λοιπόν θα μπορούσε να δώσει ένα ισχυρό μήνυμα προς το εκσυγχρονιστικό Κέντρο ότι είναι ένας από αυτούς, και μάλιστα ο μόνος πραγματικός εκσυγχρονιστής μετά τον Σημίτη. Ταυτόχρονα θα μπορούσε να δώσει ένα μήνυμα προς τα δεξιά του ότι η μάχη στο Κέντρο δεν αναιρεί ούτε καταργεί τις παραδοσιακές ιδεολογικές ρίζες και αναφορές της παράταξης. Αυτό λέγεται και αμφίπλευρη διεύρυνση.
3. Η Λαϊκή Δεξιά αισθάνεται έντονη ανασφάλεια, καθώς οι δυνάμεις της είναι μειωμένες και σχετικά περιθωριοποιημένες στη Ν.Δ. του Μητσοτάκη. Ακριβώς γι’ αυτό θεωρεί ότι κινδυνεύει να δει το εκλογικό της κοινό να μετακομίζει στα κόμματα που κινούνται δεξιά της Ν.Δ. Μια επιλογή κεντροαριστερού Προέδρου, σύμφωνα με την οπτική της, θα μπορούσε να αποτελέσει το τελειωτικό χτύπημα στην ύπαρξή της.
4. Όχι, ο Μητσοτάκης δεν έχει κανέναν λόγο να εμφανίσει μια υποψηφιότητα που θα του προκαλούσε εσωκομματικό ρήγμα και θα έδινε την αίσθηση μιας εύθραυστης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Επίσης, επειδή ένα σημαντικό μέρος της ρητορικής του αφορά τη θεσμικότητά του, δεν θα μπορούσε να απομειώσει εκ των προτέρων το κύρος και του νέου Προέδρου και του ίδιου του θεσμού με μια εκλογή που θα επιτυγχανόταν με σχετική πλειοψηφία ακόμη και με λιγότερες από 150 ψήφους.
Ο Βενιζέλος δίνει τη λύση
Με αυτά τα δεδομένα και τους προβληματισμούς δεν είναι καθόλου περίεργο το γεγονός ότι ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος βρίσκεται επικεφαλής στη μικρή λίστα του Μητσοτάκη για την Προεδρία, όπως αποτυπώνουν συγκλίνουσες πληροφορίες. Ο κύριος λόγος είναι ότι ο συγκεκριμένος υποψήφιος προσφέρει μια σειρά απαντήσεις σε όλους τους προβληματισμούς που καταγράφουμε.
1. Πρόκειται για ένα πρόσωπο που, εφόσον προταθεί και εκλεγεί, ενισχύει το εκσυγχρονιστικό προφίλ του Μητσοτάκη λόγω του «γκελ» που κάνει σε αυτήν την κατηγορία του πολιτικού Κέντρου.
2. Είναι ένα πρόσωπο που δίνει στον πρωθυπουργό την ευκαιρία να τονίσει τη διάθεσή του για συναινέσεις, τουλάχιστον στα ζητήματα που αφορούν θεσμούς, αφού στα θέματα της τρέχουσας πολιτικής η όποια σύγκλιση είναι ένα άπιαστο όνειρο.
3. Η ιδιότητα του συνταγματολόγου ίσως αποδειχθεί κρίσιμη και χρήσιμη στην πορεία των διαβουλεύσεων που αναμένονται το επόμενο διάστημα για την αναθεώρηση του συντάγματος.
4. Είναι ένα πρόσωπο το οποίο το ΠΑΣΟΚ όχι απλώς θα ανεχόταν, αλλά θα αποδεχόταν πλήρως, καθώς ο Βενιζέλος είχε στηρίξει την υποψηφιότητα του Ανδρουλάκη για την προεδρία του Κινήματος. Συνεπώς θα εκπληρωνόταν και η επιδίωξη για μια πλειοψηφία ευρύτερη της κοινοβουλευτικής δύναμης της Ν.Δ.
5. Η Λαϊκή Δεξιά – ιδίως στη θορυβώδη σαμαρική εκδοχή της – θα τον αποδεχόταν πλήρως. Δεν είναι δυνατόν τα στελέχη αυτής της πτέρυγας να λησμονήσουν ότι ο Βενιζέλος, ως πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, προσέφερε στον Αντώνη Σαμαρά τον Ιούνιο του 2012 τη δυνατότητα να κυβερνήσει σε μια στιγμή εξαιρετικά δύσκολη – και για τη Ν.Δ. και για τη χώρα – και στήριξε εκείνη την κυβέρνηση μέχρι τέλους. Χωρίς το ΠΑΣΟΚ, το 29,66% της Ν.Δ. δεν επαρκούσε για τον σχηματισμό κυβέρνησης και οι πιθανοί εταίροι δεν… πλεόναζαν.
Για όσους θυμούνται δε καλύτερα τις… λεπτομέρειες, στη συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου τα ΠΑΣΟΚικά μέλη της κυβέρνησης ήταν αυτά που «έτρεχαν» καλύτερα τις υποθέσεις και διασφάλιζαν την εύρυθμη λειτουργία του σχήματος. Ουδείς επίσης στη Ν.Δ. ξεχνά ότι ο Βενιζέλος, ως υπουργός Οικονομικών, έφερε εις πέρας το colpo grosso της αναδιάρθρωσης του χρέους, που αποτελούσε προαπαιτούμενο για την ευρωπαϊκή στήριξη.
6. Σε ό,τι αφορά τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ, τα ενδεχόμενα είναι δύο:
● Μια πιθανή καταψήφιση του Βενιζέλου θα σηματοδοτούσε την πλήρη υποχώρηση των σεναρίων περί συνεργασίας των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς, ειδικά αν συνοδευόταν από κατηγορίες της Κουμουνδούρου περί «συναινετικού ΠΑΣΟΚ».
● Μια πιθανή υπερψήφιση του Βενιζέλου θα συντηρούσε τα παραπάνω σενάρια, αλλά θα ενίσχυε την πλειοψηφία της εκλογής του προς όφελος της κυβέρνησης.
Προφανώς καμιά απόφαση δεν είναι εύκολη και, ακόμη προφανέστερα, κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει τη ροπή του Μητσοτάκη προς τις «εκπλήξεις», ακόμη και αν αυτές δεν είναι πάντα επιτυχημένες. Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, σε (πολύ) λίγες μέρες θα ξέρουμε…
Διαβάστε επίσης:
Μήνυμα Μητσοτάκη από Κάιρο: Η Συρία θα πρέπει να αποδείξει έμπρακτα ότι σέβεται το διεθνές δίκαιο
Παύλος Χρηστίδης: «Θα ξαναψηφίζαμε την Κατερίνα Σακελλαροπούλου για Πρόεδρο της Δημοκρατίας» (video)
ΠΟΛΙΤΙΚΗ | topontiki.gr