Λίγο πριν πεθάνει ο Γκαίτε ζήτησε «περισσότερο φώς», όμως είναι εξαιρετικά αμφίβολο το κατά πόσον η ποιητική φύση του Γερμανού λόγιου θα υπαγόρευε ένα τέτοιο αίτημα εάν ζούσε και πέθαινε στην εποχή μας… Στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα οι ευρωπαϊκές πόλεις ήταν βυθισμένες στο σκοτάδι τη νύχτα και το Παρίσι, που πρώτο ηλεκτροφωταγωγήθηκε, έγινε διάσημο ως η «Πόλη του φωτός».
Στην εποχή του Φρειδερίκου Ένγκελς, στα μέσα του 19ου αιώνα, η έλλειψη φωτισμού μέσα σε κρύα, υπερδομημένα και στερημένα υπονόμων περιβάλλοντα ήταν στοιχείο που καθόριζε την αθλιότητα της εργατικής τάξης. Έκτοτε τα πράγματα πέρασαν στο άλλο άκρο και οι φωτισμοί των πόλεων και των περιαστικών περιοχών έφτασαν να «ξεσαλώνουν» σε τέτοιο βαθμό, ώστε να περιορίζουν την ορατότητα στον νυχτερινό ουρανό και να κάνουν τ’ αστέρια όλο και πιο δυσεύρετα.
«Η φωτορρύπανση μας κρύβει τ’ άστρα» σημείωνε ο τίτλος δημοσιεύματος των «Νέων» (13.12.2003) υπογραμμίζοντας τον περιορισμό του οπτικού πεδίου των ανθρώπων της πόλης. Κι ακόμη αναφέροντας ότι πριν από δέκα χρόνια η Αθήνα είχε «οπτικό μέγεθος» 6,5, πράγμα που σήμαινε ότι ο κάτοικος μπορούσε να ατενίσει κατά μέσο όρο 7.000 άστρα, ενώ σήμερα έχει «οπτικό μέγεθος» 4 και μόλις 200 ορατά άστρα…
Ο κατά προσέγγιση αριθμός των άστρων που μπορούμε να δούμε υπό εξαιρετικές συνθήκες (κανένα φως τριγύρω και ατμόσφαιρα ξερή, χωρίς υδρατμούς) υπολογίζεται ότι είναι γύρω στις 9.000, αλλά και στα δύο ημισφαίρια. Δηλαδή θα βλέπαμε 9.000 άστρα αν ήμασταν κάπου στο Διάστημα και μπορούσαμε να κοιτάξουμε προς όλες τις διευθύνσεις. Αλλά, αφού στεκόμαστε στον πλανήτη μας, τη Γη, και η γη (το έδαφος) εμποδίζει τη θέα της μισής από την ουράνια σφαίρα, στην πραγματικότητα μπορούμε να δούμε περίπου 4.500 αστέρια πάνω στον ουράνιο «θόλο». https://www.foundalis.com/ast/ti_vlepoume_sto_nyxterino_ourano.html
Ο νυχτερινός φωτισμός είναι πλέον ένα υπερβολικό και επομένως προβληματικό μέγεθος, «σεσημασμένο» από παλαιότερα δημοσιεύματα του ελληνικού Τύπου – όπως αυτό του «Βήματος» της 28.7.2002, που είχε τον χαρακτηριστικό υπέρτιτλο «Λιγότερο φως – καλύτερο περιβάλλον».
Πριν από μερικά χρόνια το αμερικανικό περιοδικό «Time» δημοσίευε μια νυχτερινή φωτογραφία από δορυφόρο στο εξώφυλλό του, που έδειχνε την εντυπωσιακή υπερφωταγώγηση του βορείου ημισφαιρίου, ενώ στο εσωτερικό ρεπορτάζ σημείωνε τις δυσκολίες των αστρονομικών παρατηρήσεων μέσα από ένα γήινο περιβάλλον «διαταραγμένο» από τους πολλούς φωτισμούς.
Την ίδια περίοδο η εκτόξευση του τηλεσκοπίου Χαμπλ στο Διάστημα αποτελούσε μια πρόσθετη αναγνώριση της ακαταλληλότητας του γήινου οπτικού πεδίου. Τα ίδια περίπου ισχύουν με το υπερσύγχρονο τηλεσκόπιο James Webb – κι αυτό στάλθηκε στο Διάστημα επειδή κανένα γήινο παρατηρητήριο δεν μπορούσε να εξασφαλίσει την επιθυμητή ποιότητα παρατήρησης…
Όπως σε τόσα άλλα ζητήματα, το «πολύ» είναι υπεύθυνο για πολλά. Στο αγγλικό περιοδικό «Resurgence» o John Daniel υπεραμύνεται του σκοταδιού υπενθυμίζοντας τον ριζοσπάστη Αμερικανό ποιητή του 19ου αιώνα Γουόλτ Γουίτμαν, που τραγούδησε τις πνευματικές ομορφιές της νύχτας και «το μυστικό παιχνίδι των σκιών που συν-πλέκονται και συν-στρέφονται σαν να ήταν ζωντανές υπάρξεις».
Ο σκηνοθέτης Αλέξης Δαμιανός έβρισκε πως τα φώτα που είχαν τοποθετήσει οι τοπικοί παράγοντες κατά μήκος της ημιέρημης παραλίας των Βασιλικών στη βόρεια Εύβοια όξυναν μάλλον παρά διασκέδαζαν το αίσθημα της μελαγχολίας και της έμφοβης κενότητας, στην οποία υπέβαλλε τα βράδια ο χώρος…
Πατέρας του φωτισμού
Ο Πιερ Μπιντώ (Pierre Bideau), πατέρας του καινοτόμου φωτισμού του Πύργου του Άιφελ, ήταν ο καλλιτέχνης που με αφορμή τη συμπλήρωση 200 χρόνων από τη Γαλλική Επανάσταση φώτισε το Pont du Gard, ήταν αυτός που εμπνεύστηκε από το έργο του Claude Monet και έδωσε σε έναν καθεδρικό ναό «μια αρμονία μπλε και πορτοκαλί» – όπως λέει ο βιογράφος του Vincent Laganier. Από τον Μιχάλη Κακογιάννη, καλλιτεχνικό διευθυντή της Ολυμπιάδας 2004, μαθαίνουμε αυτά τα ολίγα αλλά και τόσο χαρακτηριστικά:
«Ποιος μάγος, αναρωτήθηκα, ανάμεσα στους γυμνούς τοίχους του “προεδρικού” γραφείου μου, ήταν υπεύθυνος για τη νυχτερινή μεταμόρφωση του βαρύγδουπου Πύργου του Άιφελ σε ανάλαφρο χρυσό κόσμημα; Κι έμαθα. Ήταν ο Pierre Bideau. O αποκαλούμενος “μάγος του φωτός”. Και του τηλεφώνησα, και μου απάντησε: “Εκτός Γαλλίας μόνο για την Ακρόπολη και τις Πυραμίδες θα δεχόμουν ν’ αναλάβω”… Και πραγματικά, ανέλαβε την Ακρόπολη. Και γυρίζοντας στη Γαλλία μετά την πραγματοποίηση του έργου χαρακτήρισε την ανάληψη σαν “χρέος προς τη δημοκρατία όλων μας”»…
Γράφει η Nicole Zurich στο άρθρο της «A man of light», που δημοσιεύτηκε στο «Courrier Cadres» τον Νοέμβριο του 1991:
«Ένας σχεδιαστής φωτισμού δεν είναι μόνο τεχνικός. Είναι πραγματικός γλύπτης του φωτός, παίζει με ανάγλυφα και χρώματα, προσαρμόζει την ένταση και την κατεύθυνση των ακτίνων στα διαφορετικά υλικά: η πέτρα, το μέταλλο, το γυαλί, το σκυρόδεμα ή το ξύλο δεν “ντύνονται” με τον ίδιο τρόπο. Ο Μπιντώ ξεκίνησε ως σχεδιαστής φωτισμού για να γίνει καλλιτέχνης του φωτισμού, αλλά αυτό ήθελε γνώση των υλικών και του περιβάλλοντος του φωτισμού, αν ήταν σκοτάδι, ημίφως ή αρχή της νύχτας».
Ουρανός χωρίς παρατήρηση
Το ότι ο «έναστρος» ουρανός των πόλεων κινδυνεύει να γίνει «άναστρος» μπορεί να φαίνεται σε διάφορους σαν ψύλλοι στ’ άχυρα, όμως δεν είναι μια υπόθεση ασήμαντη. Ένας νυχτερινός ουρανός χωρίς παρατηρησιμότητα εκφράζει μιαν άλλη μορφή υποβάθμισης του αστικού τοπίου.
● Είναι μια άλλη περίπτωση αισθητικής απαξίωσης μιας «φυσικής ποιότητας» ζωής, που έπαιζε μεγαλύτερο ή μικρότερο ρόλο, ακόμη και μέσα στις συνθήκες της καθ’ ύψος ανάπτυξης του αστικού χώρου.
● Είναι επιπλέον υποβάθμιση ενός δημόσιου και «κοινόχρηστου» σκηνικού, που μέσα από αυτόν τον χαρακτήρα μπορούσε να καλλιεργεί ένα κοινό πνεύμα και να συμβάλλει στη διαμόρφωση κοινοτικής συνοχής…
Πολλοί από τους φυσιολάτρες, χωρίς να έχουν διαβάσει την αρθρογραφία επί του ζητήματος, βίωσαν τη διαφορετικότητα, την ομορφιά και την υπεροχή του υπαίθριου σε σχέση με τον αστικό νυκτερινό ουρανό.
«Υπάρχουν ακόμη τα ξεχασμένα άστρα που λάμπουν στον ουρανό… εκατομμύρια, άλλα σκόρπια και ακανόνιστα, και άλλα τοποθετημένα σε τάξη, σ’ έναν ουράνιο θόλο αχανή, μα όλα σίγουρα πιασμένα μεταξύ τους. Η μάζωξη στις πόλεις και ο τεχνητός φωτισμός στερούν από το μάτι τη θαυμαστή θέα» γράφει για τον βουνίσιο ουρανό ένας από αυτούς (Απόστολος Παυλίδης) στη «Νέα Οικολογία» του Μαΐου 1998.
Ο φυσιοδίφης και συγγραφέας Γιώργος Σφήκας διαμαρτύρεται σε ένα παλιό κείμενό του για την απειλούμενη φωταγώγηση του ποταμού Βίκου, παραποτάμου του Αώου («Ν. Οικολογία», Νοέμβριος 1986) – «άλλο να θαυμάζει ο κόσμος τον Βίκο και άλλο να τον φωταγωγήσουμε τη νύχτα, όπως προτείνουν κάποιοι φωστήρες»…
Ο Κ. Κλωνάρας (ψευδώνυμο του Γιώργου Ντούρου) γράφει στην «Οικοτοπία» (τεύχος 24) για την υπερβολική ηλεκτροδότηση του δρόμου στον Υμηττό μέχρι το σπήλαιο της Παιανίας – «δεκάδες λάμπες ισχύος αναρίθμητων βατ φωτίζουν το πουθενά… παράγοντας ένα φωτεινό σίγμα που καταργεί το φυσικό σκοτάδι της νύχτας στο βουνό και επιβάλλει το φως του περιβαλλοντικού σκοταδισμού»…
Το φως σε λάθος χώρο, χρόνο και δόση ανατρέπει τους φυσικούς ρυθμούς ζώων και εντόμων, αίρει τη φυσικότητα της φύσης, και συχνά κάνει απειλητικό το νυκτερινό τοπίο: διότι αυτό το τελευταίο αδυνατεί να γεμίσει από ανθρώπους και να δώσει μια κανονική σχέση ανθρώπων και πραγμάτων… Το φως σε τοίχους, δένδρα ή δενδροστοιχίες, σε γρασίδια και σε παφλάζοντα ύδατα προσδίδει πολλάκις πιστοποιητικά γκλαμουριάς σε ευκατάστατους – άτομα ή δημοτικές αρχές –, πλην όμως ο τυχαίος χαρακτήρας της ανάμειξής του με τα υλικά στα οποία προσπίπτει συνιστά συχνά μια κατάφωρη κιτσοποίηση…
Δεν είναι τυχαίο το ότι στην εποχή μας η έλλογη σύνθεση φωτός και σκότους, η «φωτοσκηνοθεσία» του αστικού τοπίου, αποτελεί έναν αναγνωρισμένο και αμειβόμενο διακοσμητικό κλάδο. Απόδειξη τα χρήματα που εισέπραξε ένας καλός Γάλλος κύριος για να φωτοδοτήσει την Αθήνα και ειδικά την Ακρόπολη της γιορτής για τη Χιλιετηρίδα 2000…
Χτίζουν με το φως
Το φως είναι υπόλογο για τις αρχιτεκτονικές κατασκευές στα διαφορετικά γεωγραφικά μήκη και πλάτη. «Ο ήλιος, το πράσινο και ο χώρος είναι τα τρία πρώτα υλικά της πολεοδομίας» αναφέρει η «Χάρτα των Αθηνών» στη θέση 12. Ο Μιχάλης Σουβατζίδης συνεντευξιάζεται από τον Δημήτρη Μακρή στο περιοδικό «Highlights» του Μαρτίου – Απριλίου 2004, όπου καλείται να απαντήσει στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τον σχεδιασμό του χώρου:
Μιχάλης Σουβατζίδης: Το κυρίαρχο θέμα στην αρχιτεκτονική κάθε τόπου είναι η ποιότητα του φωτός καθώς και το υλικό που χρησιμοποιείται. Διαφορετική έκφραση παρατηρούμε στην αρχιτεκτονική παράδοση της Αιγύπτου με το δυνατό φως και τον γρανίτη ή στην αρχιτεκτονική κληρονομιά της Ελλάδας και το μάρμαρο, ενώ πιο βόρεια η γοτθική έκφραση διαφοροποιείται πλαστικά με το λιγοστό φως και το μαλακό υλικό, την πέτρα.
Δημήτρης Μακρής: Το φως στα κτήριά σας διαμορφώνει την τρίτη διάσταση του χώρου διαμέσου οπτικών διαφυγών, ενώ εισηγείται μια εσωτερική γλυπτική.
Μ. Σουβατζίδης: Στα κτήρια σμιλεύω το μπετονένιο περίβλημα για να διευκολύνω τη διείσδυση του ήλιου τον χειμώνα. Κατασκευάζω πράγματα που έχουν σχέση με την κίνηση του ήλιου στο στερέωμα και τη θέα. Έτσι ο χρήστης μέσα στον χώρο του έχει επαφή με το εγγύτερο φυσικό τοπίο, διαισθάνεται τη σχέση της Γης με τον ήλιο και τη σελήνη.
Με το ίδιο πνεύμα απαντά το δίδυμο Mika and Aki Kaurismaki, στο περιοδικό «Highlights» τον Φεβρουάριο – Μάρτιο του 2003.
Ερώτηση: Μήπως το διαφορετικό φως επηρεάζει τους ανθρώπους και τη συμπεριφορά τους;
Απάντηση: Ναι, το φως είναι πολύ σημαντικό. Διαμορφώνει το πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, το πώς αντιδρούν. Το ίδιο άλλωστε κάνει και η θερμοκρασία. Το φως κάνει τους ανθρώπους πιο ευτυχισμένους. Οι Σκανδιναβοί μπορεί να είναι πλούσιοι, να έχουν χρήματα, να ζουν άνετα, αλλά έχουν πολλές απόπειρες αυτοκτονίας και καταθλιπτικές τάσεις, γι’ αυτό εξάλλου πίνουμε πολύ.
Ο Θεόδωρος Κοντορήγας, από τους πρωτοπόρους στη διαχείριση του φωτός στην Ελλάδα, αναφέρεται στη «σκίαση» και την αποκαλεί «αυτονόητη απαίτηση του ορθού λόγου σε ένα εκτυφλωτικό καλοκαιρινό φως».
Όμως, αντίθετα, στα «Όνειρα» του σκηνοθέτη Ακίρα Κουροσάβα ένας γερο-χωριάτης ερωτάται από κάποιον τουρίστα γιατί δεν υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό του κι εκείνος απαντά ερωτώντας: «Τι να το κάνουμε;». Και όταν ο τουρίστας απαντά στην ερώτηση – απάντηση του χωρικού «μα, για να βλέπετε στο σκοτάδι της νύχτας!», ο χωρικός ανταπαντά: «Και γιατί πρέπει να βλέπεις και στο σκοτάδι; Η νύχτα δεν πρέπει να είναι σκοτεινή»;
Η υπερφωταγώγηση εις βάρος της φύσης
Οι φωτοχυσίες που καταυγάζουν το γκαζόν (!) κάποιων εξοχικών ή που ενίοτε κάνουν τις φωτεινές δέσμες να μοιάζουν με ανακριτική μεθόδευση της Γκεστάπο δεν είναι ασυνήθιστες. Ακόμη όμως η υπερφωταγώγηση επηρεάζει μια εγγενή αυτορρύθμιση της χλωρίδας και της πανίδας, έναν εσώτερο μηχανισμό υποδοχής της παλίρροιας και άμπωτης του φωτός («φωτοπεριοδισμός»), που είχε επισημανθεί από τους δασολόγους μελετητές των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της περιφερειακής λεωφόρου Υμηττού, στα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Η όλη υπόθεση της διαχείρισης του φωτός αναφέρεται στο πολύ και στο λίγο, στο πλεόνασμα και στο έλλειμμα, στο πόσο αλλά και στο ποιο. Υπάρχει ένα αδιαμφισβήτητο ταξικό ζήτημα με τις φωτοχυσίες κάποιων νεόπλουτων, που επιμένουν να εξαπολύουν ορδές φωτονίων ενάντια στα καλοπεριποιημένα γρασίδια αστικών και εξοχικών «οικότοπων». Υπάρχει επίσης ταξικό ζήτημα για τους φτωχοδιάβολους, που ξεμένουν κάποιες νυχτερινές ώρες στην καρδιά μιας άκαρδης πόλης.
Οι φωτοχυσίες είναι ουσιαστικό στοιχείο των εορτών των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους, όμως, όταν δεν πειθαρχούν στο μέτρο και στην αισθητική, καταλήγουν να συνδράμουν μάλλον τη μελαγχολία – τη μελαγχολία για τις γιορτές των ονείρων μας που δεν έρχονται. Το αίτημα για έναν «άλλο», δημόσιο ουρανό, για μια ποιοτική και εξ αδιαιρέτου κατάσταση του αστικού χώρου, για την αισθητική χρήση του φωτισμού, προορίζεται κι αυτό να μπει στη λίστα των κινηματικών αιτημάτων: Έτσι που μας αλλάζουν τα φώτα…
* Ο Γιάννης Σχίζας είναι συγγραφέας
Διαβάστε επίσης
Τουρισμός: Οι Βρετανοί ταξιδιωτικοί πράκτορες αποθεώνουν τη Νάξο
Χρήστος Μάστορας: Αναβλήθηκε για τις 19 Φεβρουαρίου η δίκη του (Videos)