Το καλοκαίρι του 2025 βρίσκει τις Κυκλάδες πιο ακριβές από ποτέ. Η «κλασική» ελληνική εμπειρία – ήλιος, νησί, μπυρίτσα και χωριάτικη – μετατρέπεται με ταχείς ρυθμούς σε προνόμιο των λίγων. Δεν είναι μόνο τα δωμάτια που κοστίζουν όσο ένας μισθός. Δεν είναι μόνο οι ξαπλώστρες των 50 ευρώ ή τα ενοικιαζόμενα των 100 την ημέρα. Είναι και η χωριάτικη, αυτή η κατά τα άλλα απλή, λαϊκή σαλάτα, που σε πολλές ταβέρνες των Κυκλάδων αγγίζει φέτος τα 12, ακόμη και τα 15 ευρώ.
Κι όμως, μιλάμε για ένα πιάτο με ντομάτα, αγγούρι, φέτα, ελιές, ρίγανη και λίγο ελαιόλαδο. Υλικά που συνολικά κοστίζουν 2 με 3,5 ευρώ το πολύ, ακόμη και στις αυξημένες τιμές των σούπερ μάρκετ. Παρ’ όλα αυτά, το τελικό πιάτο στα τραπέζια της Μυκόνου, της Σαντορίνης ή της Πάρου φτάνει να πωλείται έως και πέντε φορές πάνω από το κόστος του. Γιατί; Η απάντηση είναι απλή: γιατί μπορούν.
Οι επιχειρηματίες των τουριστικών νησιών, πιεσμένοι από τις αυξήσεις σε πρώτες ύλες, ρεύμα, εργατικά και ενοίκια, ανεβάζουν τις τιμές με το επιχείρημα ότι απευθύνονται σε «πελάτες υψηλών απαιτήσεων». Και όντως, οι πελάτες αυτοί υπάρχουν. Είναι τουρίστες από τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, είναι influencers και celebrities, είναι όσοι κλείνουν βίλες των 2000 ευρώ τη βραδιά και δεν κοιτούν τον τιμοκατάλογο. Αυτοί είναι το νέο target group του ελληνικού τουρισμού. Όχι οι Έλληνες.
- Advertisement -
Η μεσαία ελληνική τάξη, αυτή που μέχρι πριν λίγα χρόνια γέμιζε τα νησιά με αυτοκίνητο, σκηνή ή οικονομικό δωμάτιο, πλέον στρέφεται αλλού – στην ηπειρωτική χώρα, σε άγνωστα νησάκια, ή και καθόλου. Οι διακοπές στις Κυκλάδες εξελίσσονται σε ένα μοντέλο «πολυτελούς αποικίας», με τον ντόπιο πληθυσμό να εργάζεται ασταμάτητα για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των λίγων και προνομιούχων.
Οι τιμές αυξάνονται σε όλα: ο καφές φρέντο στα 4 ευρώ, το σουβλάκι στα 4,5, η ξαπλώστρα στα 30 ή και 50 ευρώ το σετ. Το ίδιο το νησί, η καθημερινότητά του, μοιάζει να σχεδιάζεται για όσους έχουν τη δυνατότητα να ξοδεύουν χωρίς να σκέφτονται. Οι υπόλοιποι; Καλούνται να «κοιτάζουν αλλά να μην αγγίζουν».
Το αποτέλεσμα είναι ένας τουρισμός για λίγους. Όχι μαζικός, όχι συμμετοχικός, όχι δημοκρατικός. Ένας τουρισμός που χάνει το λαϊκό του χαρακτήρα, την επαφή με την αυθεντικότητα και τους ανθρώπους του τόπου. Όταν η χωριάτικη των 2 ευρώ πωλείται για 15, δεν πληρώνεις απλώς το πιάτο – πληρώνεις την ψευδαίσθηση μιας εμπειρίας, μιας βιτρίνας. Πίσω της, μια κοινωνία αποκλεισμένη από τον ίδιο της τον τόπο. Η Ελλάδα του καλοκαιριού του 2025 είναι όμορφη όσο ποτέ – και για όλο και λιγότερους.