Σε μια εποχή όπου οι περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταγράφουν εντυπωσιακές αυξήσεις στο κόστος ωρομισθίου, αναδεικνύοντας την ενίσχυση των μισθών και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, η Ελλάδα καταφέρνει να ξεχωρίσει… αρνητικά. Με μείωση 2,9% στο κόστος εργασίας το τρίτο τρίμηνο του 2024, η χώρα μας «κατορθώνει» να γίνει η μοναδική στην ΕΕ που κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση, σε μια εποχή που το κόστος ζωής και οι ανάγκες των εργαζομένων αυξάνονται δραματικά.
Η σύγκριση με άλλες χώρες είναι αποκαλυπτική. Ρουμανία (17,1%), Κροατία (15,1%) και Ουγγαρία (14,1%) σημείωσαν εντυπωσιακές διψήφιες αυξήσεις, ενώ η Πολωνία (12%), η Λιθουανία (11%) και η Αυστρία (10%) καταγράφουν σταθερά ανοδική πορεία. Ακόμη και χώρες όπως το Λουξεμβούργο και το Βέλγιο, που βρέθηκαν κοντά στην Ελλάδα με μικρές αυξήσεις 1% και 2,6% αντίστοιχα, κινούνται σε θετικό έδαφος. Η Ελλάδα, όμως, συνεχίζει να λειτουργεί σαν εξαίρεση στον κανόνα, με μια πτωτική πορεία που όχι μόνο δημιουργεί ερωτήματα, αλλά και ανησυχίες για το μέλλον της αγοράς εργασίας και της οικονομίας γενικότερα.
Η πτώση αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη θετική πορεία των προηγούμενων ετών. Το τρίτο τρίμηνο του 2023, το κόστος εργασίας στην Ελλάδα είχε αυξηθεί κατά 6,7%, ενώ το δεύτερο τρίμηνο του 2024 σημείωσε περαιτέρω άνοδο 9,3%. Η απότομη στροφή προς την πτώση κατά 2,9% δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία. Οι πολιτικές περιορισμού των δαπανών, η έλλειψη στρατηγικών ενίσχυσης της αγοράς εργασίας και η γενικότερη οικονομική συγκυρία φαίνεται να συνέβαλαν στη διαμόρφωση αυτής της δυσοίωνης τάσης.
Η μείωση του κόστους εργασίας μπορεί να φαίνεται θετική για τις επιχειρήσεις, καθώς μειώνει το λειτουργικό τους κόστος και πιθανώς βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα στις διεθνείς αγορές. Ωστόσο, η πραγματικότητα για τους εργαζόμενους είναι τελείως διαφορετική. Με λιγότερα χρήματα στις τσέπες τους, οι εργαζόμενοι βλέπουν το βιοτικό τους επίπεδο να πέφτει, την κατανάλωση να μειώνεται και την εσωτερική ζήτηση να καταρρέει. Αντί η μείωση του κόστους να λειτουργήσει ως κινητήριος μοχλός ανάπτυξης, φαίνεται να υπονομεύει την ίδια την κοινωνική και οικονομική συνοχή.
Η μεγάλη απόσταση από την υπόλοιπη Ευρώπη
Η απόκλιση της Ελλάδας από την υπόλοιπη Ευρώπη είναι ανησυχητική. Χώρες όπως η Ρουμανία και η Κροατία συνδυάζουν αυξήσεις μισθών με ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας, αποδεικνύοντας ότι η ανάπτυξη δεν χρειάζεται να γίνει σε βάρος των εργαζομένων. Η Ελλάδα, αντίθετα, επιμένει σε μια πολιτική «φτηνής εργασίας», που μπορεί να ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις βραχυπρόθεσμα, αλλά μακροπρόθεσμα θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα της οικονομίας.
Είναι σαφές ότι η μείωση του κόστους εργασίας δεν μπορεί να αποτελεί στρατηγικό στόχο σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή οικονομία. Αντίθετα, η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει στην ενίσχυση της παραγωγικότητας, στη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας και στη διασφάλιση δίκαιων αμοιβών. Η σύνδεση της ανάπτυξης με την κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι απλώς ζήτημα ηθικής· είναι προϋπόθεση για τη βιώσιμη οικονομική πρόοδο.
Όπως αναφέρουν γνώστες της αγοράς και της παραγωγής, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να αναθεωρήσει άμεσα τις προτεραιότητές της. Αντί να ακολουθεί πολιτικές που ενθαρρύνουν τη «φτηνή εργασία», χρειάζεται να σχεδιάσει και να εφαρμόσει παρεμβάσεις που θα ενισχύσουν τη θέση των εργαζομένων, θα τονώσουν την κατανάλωση και θα οδηγήσουν σε μια πιο ισχυρή και ανθεκτική οικονομία.
Η πρόοδος δεν μπορεί να έρθει μέσα από τη διαρκή πίεση στους εργαζόμενους. Είναι καιρός η Ελλάδα να εγκαταλείψει την παλιά, αναποτελεσματική λογική και να υιοθετήσει στρατηγικές που ενισχύουν την κοινωνική συνοχή, την οικονομική σταθερότητα και τη δικαιοσύνη. Οι αριθμοί μπορεί να μην λένε πάντα όλη την αλήθεια, αλλά όταν η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα με πτώση στο κόστος εργασίας, το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: χρειάζονται αλλαγές – και χρειάζονται τώρα.
Διαβάστε επίσης:
Ενώ το διαθέσιμο εισόδημα συρρικνώνεται οι καταθέσεις αυξάνονται – Δύο οι πιθανές εξηγήσεις
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ | topontiki.gr