Η Ελλάδα βρίσκεται στην πέμπτη χειρότερη θέση στην ΕΕ. Το 19,2% των ανθρώπων δεν μπορεί να εξασφαλίσει επαρκή θέρμανση. Αυτό σημαίνει ότι ένας στους 5 δεν μπορεί να ζεστάνει ή να… δροσίσει αντίστοιχα το σπίτι του με τον κατάλληλο τρόπο. Οι αριθμοί αυτοί έρχονται στην δημοσιότητα από την Eurostat.
Στην αρνητική κορυφή βρίσκονται η Πορτογαλία με την Ισπανία, με ποσοστό 20,8%, ενώ ακολουθούν η Βουλγαρία και Λιθουανία με 20,7% και 20% αντίστοιχα.
Διπλάσιος ο αριθμός σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ
Σημειώνεται ότι το ποσοστό που καταγράφει η Ελλάδα είναι διπλάσιο από τον μέσο όρο της ΕΕ καθώς σύμφωνα με την Eurostat το 10,6% των πολιτών της ΕΕ ζούσαν σε σπίτια με ελλιπή θέρμανση, ποσοστό αυξημένο κατά 1,3% σε σχέση με το 2022.
Από την άλλη πλευρά, στο Λουξεμβούργο, η θέρμανση αποτελεί πρόβλημα μόνο για το 2,1% του πληθυσμού ενώ στην ίδια περίπου κατηγορία κατατάσσονται χώρες όπως η Φινλανδία 2,6%, η Σλοβενία 3,6%, η Αυστρία 3,9% και η Εσθονία 4,1%.
Σύμφωνα με την έρευνα της Eurostat τα φτωχά νοικοκυριά τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα, καθώς οι τέσερις στους δέκα αναγκαστικά παγώνουν το χειμώνα και βράζουν το καλοκαίρι.
Σε ποιες άλλες χώρες αυξήθηκε η ενεργειακή φτώχεια
Το ανησυχητικό σε πανευρωπαϊκό επίπεδο είναι ότι από τις 27 χώρες της ΕΕ, στις 19 αυξήθηκαν τα ποσοστά των πολιτών που έζησαν αναγκαστικά σε πιο κρύα σπίτια τον χειμώνα, δείγμα ότι η ενεργειακή φτώχεια επιδεινώνεται.
Η κατάσταση χειροτέρεψε περισσότερο στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Τσεχία, όπου τα νοικοκυριά με ανεπαρκή θέρμανση σημείωσαν άνοδο ως και 3,7 ποσοστιαίες μονάδες. Η Ελλάδα επίσης πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, με το ποσοστό του πληθυσμού που αδυνατεί να κρατήσει το σπίτι του επαρκώς ζεστό ή δροσερό να αυξάνεται σταθερά από το 2020 και μετά.
Ελαφρώς πιο βελτιωμένη ήταν η κατάσταση σε Ρουμανία, Κύπρο και Βουλγαρία, χώρες οι οποίες ωστόσο βρίσκονται ψηλά στο χάρτη της ενεργειακής φτώχειας.
Ενεργειακή φτώχεια και στεγαστική κρίση
Η ανεπαρκής θέρμανση θεωρείται ένα από τα κριτήρια της στεγαστικής επισφάλειας και της υλικής στέρησης, μαζί με το ποσοστό των πολιτών που ζουν σε νοικοκυριά με στενότητα χώρου ή σε σπίτια με υγρασία στους τοίχους, διαρροές, σάπια κουφώματα κλπ.
Στην Ελλάδα πάνω από τέσσερις στους δέκα πολίτες (26,9%) ζουν σε υπερπλήρη νοικοκυριά, που δεν πληρούν τις ελάχιστες συνθήκες για ιδιωτικότητα – π.χ. να έχουν οι γονείς και τα παιδιά δικά τους δωμάτια. Πρόκειται για ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ (16%).
Άλλη παράγοντες υλικής στέρησης που σχετίζονται με τις συνθήκες στέγασης είναι το ποσοστό των νοικοκυριών που δυσκολεύονται να πληρώσουν το ενοίκιο, τις δόσεις των στεγαστικών δανείων, τους πάγιους λογαριασμούς για ρεύμα, κοινόχρηστα κ.λπ.
Στην Ελλάδα σχεδόν ο ένας στους δύο (47,3%) ζει σε νοικοκυριά με καθυστερήσεις λογαριασμών λόγω οικονομικής αδυναμίας. Πρόκειται μακράν για το υψηλότερο ποσοστό πανευρωπαϊκά, πέντε φορές μεγαλύτερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (9,3%) Για τα φτωχά νοικοκυριά το ποσοστό αυτό είναι 79%, φανερώνοντας το πώς η στεγαστική κρίση και η ενεργειακή φτώχεια αλληλοσυνδέονται.
Αρνητικές πρωτιές
Άλλοι δύο δείκτες στους οποίους έχουμε αρνητική πρωτιά είναι το κόστος στέγασης και η υπερβολική στεγαστική επιβάρυνση. Στην Ελλάδα τα νοικοκυριά δαπανούν κατά μέσο όρο το 35,2% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για έξοδα στέγασης (ενοίκιο, δόσεις ενυπόθηκων δανείων, λογαριασμοί κ.λπ.) έναντι 19,7% του μέσου όρου στην ΕΕ. Επίσης σχεδόν οι τρεις στους δέκα πανελλαδικά δαπανούν πάνω από το 40% του εισοδήματος για να στεγαστούν. Για όσους ζουν στα αστικά κέντρα, το ποσοστό αυτό αγγίζει το 31%. Για τους ενοικιαστές δε, σκαρφαλώνει στο εξωφρενικό 79%, με οκτώ στους δέκα να γονατίζουν από το κόστος στέγασης.
Διαβάστε επίσης:
Μεγάλη επιχείρηση της ΕΛΑΣ για παράνομες συνταγογραφήσεις – Έξι συλλήψεις