Στις Βρυξέλλες μεταβαίνει σήμερα ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης προκειμένου να συμμετάσχει στην άτυπη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ με μοναδικό αντικείμενο την ευρωπαϊκή άμυνα, την κοινή χρηματοδότησή της και τα νέα δεδομένα που δημιουργεί η επιστροφή Τραμπ στον Λευκό Οίκο.
Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ συναντώνται σήμερα στο Palais d’ Egmont με στόχο να συζητήσουν τρεις προτεραιότητες της Ένωσης: στην ενίσχυση των ευρωπαϊκών αμυντικών δυνατοτήτων κατά προτεραιότητα και με συνεργατικό τρόπο, σε νέες πηγές χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών πόρων και της κινητοποίησης ιδιωτικής χρηματοδότησης, και στην ενίσχυση και εμβάθυνση των εταιρικών σχέσεων.
Πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι στη σύνοδο ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Αντόνιο Κόστα έχει προσκαλέσει τον ΓΓ του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, να συμμετάσχει στο γεύμα εργασίας με τους 27 ευρωπαίους ηγέτες, ενώ κατά τη διάρκεια του δείπνου οι 27 θα υποδεχτούν τον Βρετανό πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ, για πρώτη φορά μετά το Brexit.
Ο πρωθυπουργός προσέρχεται στη συζήτηση των Ευρωπαίων ηγετών για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας με πρόταση δύο σημείων. Συγκεκριμένα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης προτείνει τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού χρηματοδοτικού εργαλείου ύψους 100 δισ. ευρώ, το οποίο θα μπορεί να χρηματοδοτήσει τις απαιτήσεις της συλλογικής ευρωπαϊκής ασφάλειας πέρα από τους εθνικούς προϋπολογισμούς, στα πρότυπα της θετικής εμπειρίας του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF).
Ταυτόχρονα, προτείνει αυξημένη ευελιξία στους δημοσιονομικούς κανόνες ώστε να δοθεί δημοσιονομικός χώρος στα κράτη-μέλη για τις επενδύσεις στην άμυνα. Η εξαίρεση δηλαδή των επενδύσεων στην άμυνα από τους δημοσιονομικούς στόχους, να γίνεται εκ των προτέρων και όχι εκ των υστέρων όπως ισχύει με το τρέχον δημοσιονομικό πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο οι δαπάνες για αμυντικές επενδύσεις μπορούν να εξαιρούνται όταν εκκινεί η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος έναντι μιας χώρας.
Σε άρθρο του στους Financial Times, o K. Μητσοτάκης αναφέρει ότι «όσον αφορά τη χρηματοδότηση, το πρόβλημα είναι ότι, στο νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο, οποιαδήποτε σημαντική αύξηση των αμυντικών δαπανών είναι πιθανό να ενεργοποιήσει τις λεγόμενες διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ), οι οποίες σχεδιάστηκαν ώστε οι προϋπολογισμοί ενός κράτους να κινούνται εντός κάποιων ορίων. Αυτό είναι αναποτελεσματικό και δυνητικά πολύ δαπανηρό.
Υπάρχει, ωστόσο, ένας απλός τρόπος για να ξεπεραστεί αυτή η δυσκολία: οι αμυντικές δαπάνες θα πρέπει να εξαιρεθούν από τους δημοσιονομικούς στόχους εκ των προτέρων. Αυτό θα επιτρέψει στα κράτη μέλη να ξοδεύουν περισσότερα για την άμυνα, διατηρώντας παράλληλα τη δημοσιονομική αξιοπιστία και ευνοϊκές συνθήκες στις αγορές.
Δίνοντας στα κράτη μέλη αυτό το δημοσιονομικό περιθώριο θα αυξήσουμε τις δυνατότητες μας στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας. Αλλά αυτό δεν θα είναι αρκετό, διότι από ένα σημείο κι έπειτα οι αγορές μπορεί να προσθέσουν ένα επιπλέον κόστος στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων μας. Εκτός από το αυξημένο δημοσιονομικό κόστος, αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αποθαρρυντικός παράγοντας για αμυντικές δαπάνες και να οδηγήσει σε δυσανάλογο καταμερισμό των βαρών μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ».
Τονίζει, δε, ότι «ως κράτος μέλος πρώτης γραμμής, τόσο της ΕΕ όσο και του ΝΑΤΟ, και ως χώρα που αντιμετωπίζει μοναδικές και άμεσες προκλήσεις ασφαλείας, ιδίως στην Ανατολική Μεσόγειο, η Ελλάδα έχει προ πολλού κατανοήσει την κρίσιμη σημασία των επενδύσεων στην άμυνα. Αλλά αυτές οι προκλήσεις ασφαλείας δεν είναι πλέον περιφερειακού χαρακτήρα. Το γεωπολιτικό διακύβευμα για την Ευρώπη δεν ήταν ποτέ υψηλότερο. Εάν η Ένωσή μας πρόκειται να παραμείνει πυλώνας ειρήνης και σταθερότητας, πρέπει να αποκτήσουμε μια ισχυρή, ενιαία και αξιόπιστη αποτρεπτική ικανότητα. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο».
Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι στην άτυπη Σύνοδο Κορυφής δεν θα υπάρξουν αποφάσεις, μόνο κατευθύνσεις προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην Ύπατη Εκπρόσωπο της ΕΕ που καλούνται να παρουσιάσουν νέα «Λευκή Βίβλο» για την ευρωπαϊκή άμυνα περί τα μέσα Μαρτίου. Στο θέμα της άμυνας θα επανέλθει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου.
Διαβάστε επίσης
Τραγωδία των Τεμπών: Το σενάριο της αποσταθεροποίησης «παίζει» η κυβέρνηση