Το 60% των νοικοκυριών στην Ελλάδα δηλώνει ότι «μόλις τα βγάζει πέρα», ενώ ταυτόχρονα σχεδόν το 80% των νοικοκυριών αναφέρει ότι δεν έχει τίποτα να αποταμιεύσει, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ για τον Φεβρουάριο του 2025.
Οι Έλληνες καταναλωτές συνεχίζουν να παραμένουν απαισιόδοξοι για την οικονομική τους κατάσταση, ενώ τα προβλήματα στην αγορά, η ακρίβεια και η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα εντείνουν τις ανησυχίες τους για το άμεσο μέλλον.
Η έρευνα καταδεικνύει ότι το οικονομικό κλίμα στη χώρα επιδεινώθηκε τον Φεβρουάριο, κυρίως λόγω των αρνητικών εξελίξεων στους τομείς των κατασκευών και των υπηρεσιών, αν και υπήρξαν κάποιες μικρές βελτιώσεις στη βιομηχανία και το λιανικό εμπόριο. Ο δείκτης οικονομικού κλίματος υποχώρησε στις 106,9 μονάδες από τις 108,6 του Ιανουαρίου, επανερχόμενος ουσιαστικά στα επίπεδα του τέλους του 2024. Αν και η στασιμότητα μπορεί να ερμηνευτεί ως ένδειξη ισχυρής αντίστασης στην αγορά, οι προοπτικές παραμένουν αβέβαιες και εξαρτώνται από παράγοντες όπως η πορεία του πληθωρισμού και η ανεργία, καθώς και από τις αναταράξεις που ενδέχεται να προκύψουν στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης παρουσίασε ελαφρά βελτίωση τον Φεβρουάριο, ωστόσο, οι Έλληνες καταναλωτές παραμένουν οι πιο απαισιόδοξοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με διαφορά από τις υπόλοιπες χώρες. Στην ΕΕ, οι καταναλωτές στην Εσθονία και τη Σλοβενία κατέχουν επίσης αρνητικούς δείκτες, αλλά με λιγότερο απαισιόδοξες εκτιμήσεις σε σχέση με την Ελλάδα. Αυτή η δυσπιστία αντικατοπτρίζει την αίσθηση της ανασφάλειας που επικρατεί στην καθημερινή ζωή των Ελλήνων, καθώς αντιμετωπίζουν αυξημένο κόστος ζωής και αβέβαιο οικονομικό μέλλον.
Η έρευνα έδειξε επίσης ότι το 54% των νοικοκυριών αναμένει ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης, ενώ μόλις το 6% των ερωτηθέντων προβλέπει μικρή βελτίωση. Παρά την αυξανόμενη αβεβαιότητα, υπάρχει μία μικρή αύξηση στη διάθεση για σημαντικές αγορές, όπως έπιπλα και ηλεκτρικές συσκευές, με τον αντίστοιχο δείκτη να βελτιώνεται οριακά σε σχέση με τον Ιανουάριο. Ωστόσο, το 51% των καταναλωτών παραμένει επιφυλακτικό και αναμένει να περιορίσει τις δαπάνες του για τα επόμενα 12 μήνες.
Η αποταμίευση παραμένει σχεδόν αδύνατη για το 83% των νοικοκυριών, ενώ το ποσοστό των νοικοκυριών που αναμένει άνοδο των τιμών στην αγορά φτάνει το 61%. Αυτό επισημαίνει την αυξανόμενη ανησυχία για τις τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών, εν μέσω των υγειονομικών και οικονομικών πιέσεων που εξακολουθούν να πλήττουν τα νοικοκυριά. Αν και ορισμένα νοικοκυριά ενδέχεται να αντλήσουν από τις αποταμιεύσεις τους για να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες τους, το ποσοστό αυτών παραμένει μικρό (9-10%).
Παρά τις συνεχιζόμενες ανησυχίες, το ποσοστό των νοικοκυριών που θεωρεί πιθανή ή πολύ πιθανή την αποταμίευση το επόμενο 12μηνο αυξήθηκε ελαφρά, φτάνοντας το 16%. Αυτό δείχνει ότι υπάρχει κάποια ελπίδα για την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών, αν και αυτή η τάση αφορά μικρότερο ποσοστό του πληθυσμού.
Η πρόβλεψη για την ανεργία παραμένει αρνητική, με το 35% των ερωτηθέντων να προβλέπει αύξηση της ανεργίας το επόμενο διάστημα. Αντίθετα, το 18% των νοικοκυριών αναμένει μία μικρή μείωση της ανεργίας. Παρά τις μικρές αυτές διαφοροποιήσεις, η συνολική εικόνα παραμένει απαισιόδοξη, καθώς η ανεργία παραμένει σε υψηλά επίπεδα και η αγορά εργασίας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις.
Συνολικά, τα αποτελέσματα της έρευνας υπογραμμίζουν την αβεβαιότητα που διαπερνά την ελληνική οικονομία και την καθημερινότητα των νοικοκυριών. Ενώ οι ελαφρές βελτιώσεις σε ορισμένα οικονομικά μεγέθη δημιουργούν μια αίσθηση σταθερότητας, οι προοπτικές για τα επόμενα χρόνια παραμένουν αβέβαιες, με τους πολίτες να ανησυχούν για την οικονομική τους ασφάλεια και την αύξηση του κόστους ζωής.
Διαβάστε επίσης
Κατοικία: Κέντρο Αθήνας και νότια προάστια πρωταγωνιστούν στην εκτίναξη των τιμών