Η νοθεία και το λαθρεμπόριο στα καύσιμα προκαλούν απώλειες κρατικών εσόδων που εκτιμώνται από 300 εκατ. έως 1 δισ. ευρώ ετησίως. Παρά τις εξαγγελίες και τις μέχρι τώρα προσπάθειες, τα αποτελέσματα παραμένουν περιορισμένα, γεγονός που καθιστά επιτακτική την ανάγκη για αυστηρότερους ελέγχους και πιο εντατική δράση.
Επιπλέον, οι καταναλωτές επιβαρύνονται με πάνω από 120 εκατ. ευρώ ετησίως για καύσιμα που ποτέ δεν καταλήγουν στο ρεζερβουάρ τους, εντείνοντας την ανάγκη για αυστηρότερους ελέγχους στην αγορά. Οι επιτήδειοι εφαρμόζουν παράνομες πρακτικές, όπως παράνομες δεξαμενές καυσίμων, «πειραγμένα» συστήματα εισροών – εκροών και παράνομα λογισμικά, δημιουργώντας σοβαρές αδικίες και απειλώντας την οικονομική σταθερότητα της χώρας.
Για την αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων, οι ελεγκτικοί μηχανισμοί έχουν εντείνει τις παρεμβάσεις τους, με το υπουργείο Οικονομικών και την ΑΑΔΕ να επιβάλλουν αυστηρές ποινές στους παραβάτες. Το ισχύον «ποινολόγιο» προβλέπει πρόστιμα έως 150.000 ευρώ, προσωρινό «λουκέτο» σε επιχειρήσεις για δύο χρόνια και, σε ορισμένες περιπτώσεις, οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας. Επιπλέον, τα στοιχεία των παραβατών δημοσιοποιούνται, λειτουργώντας αποτρεπτικά για παρόμοιες πρακτικές.
Η ΑΑΔΕ, αξιοποιώντας σύγχρονες τεχνολογίες και πληροφοριακά συστήματα, έχει πλέον τη δυνατότητα να ελέγχει με μεγαλύτερη ακρίβεια και ταχύτητα τις αγορές και τα δίκτυα διακίνησης καυσίμων. Τα συστήματα εισροών – εκροών, σε συνδυασμό με την παρακολούθηση παράνομων λογισμικών και την καταγραφή δεδομένων σε πραγματικό χρόνο, ενισχύουν τη δυνατότητα των ελεγκτικών μηχανισμών να εντοπίζουν και να αντιμετωπίζουν έγκαιρα τις παρανομίες.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μια νέα σημαντική πρωτοβουλία για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου και της φοροδιαφυγής είναι η σύσταση και ενεργοποίηση δύο νέων ειδικών τελωνειακών μονάδων ελέγχου στην Αττική και τη Θεσσαλονίκη. Τα Τελωνειακά Ελεγκτικά Κέντρα (ΤΕΚ) που εδρεύουν στις δύο αυτές περιφέρειες θα έχουν πανελλαδική αρμοδιότητα, διασφαλίζοντας τη συνολική εποπτεία των εμπορικών συναλλαγών.
Κύριες δράσεις των Τελωνειακών Ελεγκτικών Κέντρων:
- Κεντρικοποιημένος τελωνειακός έλεγχος: Βελτίωση του ελέγχου κατά τη διαδικασία τελωνισμού, διασφαλίζοντας τη σωστή και έγκαιρη βεβαίωση δασμών, ειδικών φόρων κατανάλωσης, τέλους ταξινόμησης και ΦΠΑ, σύμφωνα με την εθνική και ενωσιακή νομοθεσία.
- Επιτάχυνση των τελωνειακών διαδικασιών: Μέσω της αυτοματοποίησης και της εφαρμογής περιορισμών στη διακίνηση εμπορευμάτων τρίτων χωρών, επιδιώκεται η διευκόλυνση του εμπορίου, ενισχύοντας παράλληλα τη διαφάνεια και την ασφάλεια των συναλλαγών.
- Αξιοποίηση νέων τεχνολογιών: Η χρήση σύγχρονων πληροφοριακών συστημάτων επιτρέπει την ακριβέστερη ανάλυση δεδομένων, καθιστώντας τον έλεγχο πιο αποδοτικό.
- Βελτιστοποίηση διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού: Η καλύτερη κατανομή και εκπαίδευση του προσωπικού ενισχύει τη συνολική αποτελεσματικότητα των ελέγχων.
Στόχοι των Τελωνειακών Ελεγκτικών Κέντρων:
Διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος: Κεντρικοποιημένος έλεγχος και έγκαιρη βεβαίωση των δασμοφορολογικών υποχρεώσεων, προστατεύοντας τα κρατικά έσοδα.
Προστασία της δημόσιας υγείας και ασφάλειας: Αυστηροί έλεγχοι στη διακίνηση εμπορευμάτων τρίτων χωρών, διασφαλίζοντας την ποιότητα των προϊόντων και τη συμμόρφωση με τους κανονισμούς.
Ενίσχυση της διαφάνειας στο εμπόριο: Καταπολέμηση παράνομων δραστηριοτήτων στα σύνορα και στην αγορά, ενισχύοντας την αξιοπιστία των συναλλαγών.
Οι αρμοδιότητες των νέων ΤΕΚ περιλαμβάνουν τη διαχείριση εντολών ελέγχου, την ανάλυση υποθέσεων για την εκτίμηση κινδύνων, την παρακολούθηση φυσικών ελέγχων εγγράφων και εμπορευμάτων και τη συνεργασία με άλλα τελωνεία για τον εντοπισμό παρατυπιών.
Η διαρκής αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των ελέγχων και η προσαρμογή των προφίλ κινδύνου αναμένεται να βελτιώσουν την ανίχνευση παραβατικών τάσεων και να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα των ελεγκτικών μηχανισμών στην καταπολέμηση του λαθρεμπορίου.
Διαβάστε επίσης:
Δημιουργία 1.000 νέων θέσεων εργασίας μέσω επιχορήγησης επιχειρήσεων
Πλαίσιο νομοθετικής ρύθμισης για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο και την αποκατάσταση των δανειοληπτών