«Υπαρξιακό» χαρακτήρισε το δημογραφικό ζήτημα για την Ελλάδα ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης, μιλώντας σε διεθνές συνέδριο για τη μακροζωία και τη γήρανση του πληθυσμού.
Αντίστοιχα, η υπουργός Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, μιλώντας στο συμβούλιο υπουργών της ΕΕ στο Λουξεμβούργο, έθεσε τη δημογραφική πολιτική ως κεντρικό ζήτημα για την «επιβίωση της Ευρώπης», μαζί με τη στέγαση.
Δηλώσεις σαν τις παραπάνω διαβάζουμε καθημερινά, αφού το δημογραφικό βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα της επικαιρότητας.
- Advertisement -
Την ίδια στιγμή όμως που Έλληνες και Ευρωπαίοι πολιτικοί κόπτονται για το «δημογραφικό πρόβλημα», παράλληλα θεσπίζουν πιο σκληρές αντιμεταναστευτικές πολιτικές. Γιατί μπορεί να γερνάμε σαν χώρα και σαν ήπειρος, αλλά όταν πρόκειται για «μεταναστευτικές εισροές» από τρίτες χώρες, τότε δεν χωράνε άλλοι.
Εκτός αν είναι επενδυτές με χρυσές βίζες, ξανθοί πρόσφυγες από την Ουκρανία ή έστω μετακλητοί εποχικοί εργάτες, που θα μας ξελασπώσουν για λίγους μήνες και μετά θα φύγουν από εκεί που ήρθαν.
Το δημογραφικό χωρίς παρωπίδες
Μια σφαιρική προσέγγιση στο δημογραφικό ζήτημα φιλοξενεί το νέο ενημερωτικό δελτίο του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και του Ιδρύματος Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ).
Η ερευνήτρια Ιφιγένεια Κόκκαλη μιλάει για τον «ελέφαντα στο δωμάτιο», που συχνά κάνουμε ότι δεν βλέπουμε. Κι αυτός δεν είναι άλλος από το ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι ελάχιστα φιλική χώρα για να μεγαλώσει κανείς παιδιά – για μια σειρά λόγους.
Οι κοινωνικές αιτίες της μείωσης των γεννήσεων
Όπως τονίζει η ερευνήτρια, η συζήτηση για το δημογραφικό συνήθως επικεντρώνεται στην γονιμότητα-‘’υπογεννητικότητα’’ και στην κατάρρευσή των γεννήσεων, που το 2023 έφτασαν τις 72,3 χιλ., δηλαδή ήταν περίπου οι μισές από αυτές που καταγράφηκαν ετησίως κατά μέσο όρο την εικοσαετία 1951-1970.
Όμως, οι λόγοι που ευθύνονται για αυτήν την κατάρρευσή δεν εντοπίζονται μόνο εντός του πεδίου της Δημογραφίας, αλλά αφορούν συνολικότερα τις κοινωνικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες.
Με άλλα λόγια, αντί να βγάζουμε δεκάρικους λόγους υπέρ των γεννήσεων και της αγίας ελληνικής οικογένειας, ας δούμε πώς θα στηρίξουμε τους νέους ανθρώπους που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα – είτε έχουν γεννηθεί εδώ είτε όχι – και που θα μπορούσαν να δώσουν «φιλί ζωής» στον γηράσκοντα ελληνικό πληθυσμό.
Αντί να οργανώνουμε «ημέρες καριέρας» στο εξωτερικό, για να επαναπατρίσουμε τα λαμπρά μυαλά που έφυγαν, ας δούμε λίγο πώς θα αποκτήσουν εργασιακά δικαιώματα οι ερευνητές και οι ερευνήτριες στα ελληνικά πανεπιστήμια, που δουλεύουν με ψίχουλα και που όταν τολμάνε να υψώνουν ανάστημα, αντιμετωπίζονται ως «ξένο σώμα».
Αντί να καυχιόμαστε για τα «bonus γέννησης», ας δούμε γιατί η Ελλάδα είναι τελευταία στις δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση και τη φροντίδα πρώιμης παιδικής ηλικίας – όπως αναφέρει η έρευνα.
Η «αδράνεια» του δημογραφικού
Σύμφωνα με την ανάλυση του ΙΔΕΜ, δύο είναι οι βασικοί λόγοι μείωσης των γεννήσεων τις τελευταίες δύο δεκαετίες, που εντοπίζονται εντός του πεδίου της Δημογραφίας:
1. Η λεγόμενη «συγχρονική γονιμότητα» δεν ξεπερνά τα 1,4 παιδιά ανά γυναίκα (κάτω από το όριο αναπλήρωσης γενιάς που είναι στα 2 παιδιά ανά γυναίκα).
2. Ο πληθυσμός αναπαραγωγικής ηλικίας (15-49 ετών), βαίνει μειούμενος, είναι πλέον μικρός, και, με βάση τις διαθέσιμες προβολές, θα μειωθεί περαιτέρω στο μέλλον.
Ο συρρικνωμένος αυτός πληθυσμός μειώνεται επιπλέον και λόγω της φυγής από την Ελλάδα νέων ανθρώπων παραγωγικής και αναπαραγωγικής ηλικίας.
Καθώς όμως το σύστημα «πληθυσμός» χαρακτηρίζεται από σημαντικές αδράνειες, η δημογραφική συρρίκνωση και γήρανση θα συνεχιστεί, και το ρόσημο του ισοζυγίου γεννήσεων –θανάτων θα παραμείνει αρνητικό μέχρι το 2050, υπογραμμίζει η έρευνα.
Επομένως, αυτή που θα προσδιορίσει καθοριστικά το εύρος της μείωσης του πληθυσμού της Ελλάδας είναι η καθαρή μετανάστευση.
Κι εκεί, αρχίζουν τα δύσκολα
Συνθήκες διαβίωσης
Οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας στην Ελλάδα, τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους αλλοδαπούς, «χρήζουν συνταρακτικών βελτιώσεων», καταλήγει η μελέτη, αφού παραθέτει σωρεία στατιστικών στοιχείων.
Για παράδειγμα, έχουμε πολύ χαμηλές επιδόσεις στον Δείκτη Πολιτικών Ενσωμάτωσης Μεταναστών (MIPEX 2020), καθώς υστερούμε σε θέματα όπως η εκπαίδευση, η πολιτική συμμετοχή, η μόνιμη παραμονή, η απόδοση υπηκοότητας, τα βασικά δικαιώματα και οι διακρίσεις.
Έτσι μέσα στην κρίση, μας εγκατέλειψαν και πολλοί μετανάστες ειδικευμένοι εργάτες – π.χ. χτίστες, που αναζήτησαν αλλού καλύτερες προοπτικές.

Το brain drain συνεχίζεται
Αν για τους ξένους είμαστε σκληροί (το γνωστό «να τους κάνουμε τον βίο αβίωτο» , για τα δικά μας παιδιά δεν είμαστε ακριβώς φιλόξενοι.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που παρουσιάζει το ΙΔΕΜ, ο ένας στους τρειις νέους εργαζόμενους 17-34 ετών, δυσκολεύεται να βγάλει τα μηνιαία του έξοδα. Πάνω από το 35% θεωρεί ότι οι δεξιότητές του είναι υψηλότερες απ’ αυτές που απαιτούνται για να κάνουν τη δουλειά τους, ποσοστό που φτάνει το 48,3% στους/ις κατόχους μεταπτυχιακού/διδακτορικού διπλώματος. Επιπλέον, το 30,9% των νέων δουλεύουν πάνω σε αντικείμενο άσχετο από αυτό που σπούδασαν. Το 37,3% των νέων σκέφτονται να φύγουν στο εξωτερικό για να αναζητήσουν καλύτερη θέση εργασίας.
Η νέα μεγάλη έρευνα της Metron Analysis για το in (στο πλαίσιο του inForum: ΒrainRetain &Regain) απέδειξε ότι στην ηλικιακή κατηγορία μεταξύ 20 και 50 ετών, το 40% σκέφτεται σοβαρά να μεταναστεύσει.
Κάντε παιδιά… για το καλό της πατρίδας;
«Θα ήταν σημαντικό να κατανοήσουμε ότι δεν υπάρχει πιθανότητα να πειστούν οι νέοι άνθρωποι ότι πρέπει να κάνουν (περισσότερα) παιδιά για το ‘’καλό της πατρίδας’’ όπως συχνά υπονοείται στο δημόσιο λόγο», σημειώνει η Ιφιγένεια Κόκκαλη. Συμπληρώνει ότι η αποσπασματική επιδοματική πολιτική τύπου «bonus γέννας» δεν μπορεί να αποτελέσει επαρκές κίνητρο. Tο πλαίσιο ζωής στην Ελλάδα – χαμηλοί μισθοί, άσχημες συνθήκες εργασίας, πανάκριβα ενοίκια, αναγκαστική παραμονή των νέων στο σπίτι των γονιών τους και μετά τα 30, «είτε ωθεί τους νέους ανθρώπους στη φυγή είτε στην ατεκνία», τονίζει.
Η συζήτηση για το δημογραφικό, καταλήγει, θα έπρεπε να στραφεί στη βελτίωση των όρων διαβίωσης – συμπεριλαμβανομένων και των όρων στέγασης – των ατόμων νεαρής ηλικίας.
Μια βελτίωση που οφείλει να περιλαμβάνει τόσο τους νεαρούς Έλληνες και Ελληνίδες όσο και «τους νεαρότατους προσφυγικούς και μεταναστευτικούς πληθυσμούς που κατά καιρούς διέρχονται και διαμένουν στη χώρα (ακόμα και για εποχική εργασία στον τουρισμό)».
Χωρίς μια συνεκτική μεταναστευτική πολιτική και χωρίς βελτίωση των εργασιακών και κοινωνικών συνθηκών δεν θα καταφέρουμε ούτε να προσελκύσουμε αλλοδαπούς εργαζόμενους υψηλής κατάρτισης, ούτε να ανακόψουμε τις μεταναστευτικές εκροές των νέων ούτε να επαναπατρίσουμε όσους έχουν φύγει.
Δείτε την πλήρη μελέτη για το δημογραφικό ΕΔΩ