Τα υπερβακτήρια μπορούν να αποκτήσουν αντοχή στα αντιβιοτικά ενώ βρίσκονται ήδη μέσα στο σώμα και προκαλούν λοίμωξη. Τώρα, μια νέα μελέτη δείχνει ότι η θεραπεία τέτοιων λοιμώξεων θα μπορούσε να βελτιωθεί σημαντικά εάν παρακολουθούνταν οι γενετικές μεταλλάξεις των βακτηρίων σε πραγματικό χρόνο.
«Για πρώτη φορά, η μελέτη μας αποδεικνύει ότι η παρακολούθηση της εξέλιξης των βακτηρίων σε πραγματικό χρόνο μέσω γονιδιωματικής ανάλυσης μπορεί να αποκαλύψει τις στρατηγικές επιβίωσης που επιστρατεύουν τα μικρόβια — προσφέροντας έτσι στους γιατρούς τη δυνατότητα να βρίσκονται ένα βήμα μπροστά και να προσαρμόζουν τη θεραπεία ανάλογα με το εκάστοτε βακτηριακό στέλεχος», δήλωσε ο Δρ. Στέφανο Τζιουλιέρι, λοιμωξιολόγος και ερευνητής στο Ινστιτούτο Doherty στη Μελβούρνη της Αυστραλίας.
- Advertisement -
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Nature Communications», επικεντρώθηκε στο βακτήριο Staphylococcus aureus. Το 30% των ανθρώπων φέρει αυτό το βακτήριο, που συνήθως δεν δημιουργεί προβλήματα — ωστόσο, όταν υπερπολλαπλασιαστεί, μπορεί να προκαλέσει σοβαρή λοίμωξη και να αναπτύξει ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά, μετατρέποντάς το σε επικίνδυνο υπερβακτήριο.
Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση μιας λοίμωξης από υπερβακτήριο, είναι ουσιώδης η διάκριση μεταξύ επίμονης και υποτροπιάζουσας λοίμωξης. Στην επίμονη περίπτωση, ο ασθενής συνεχίζει να βγαίνει θετικός ακόμη και μετά από πέντε ή περισσότερες ημέρες θεραπείας. Στην υποτροπιάζουσα μορφή, ο ασθενής αρχικά ανταποκρίνεται στη θεραπεία, αλλά η λοίμωξη επανεμφανίζεται, είτε με το ίδιο είτε με διαφορετικό βακτηριακό στέλεχος. Η σωστή διάγνωση βοηθά στον καθορισμό της κατάλληλης επιλογής αντιβιοτικών.
Για να διαπιστώσουν αν οι γενετικές αναλύσεις θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην καθοδήγηση αυτών των αποφάσεων, οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα S. aureus από 11 ασθενείς των οποίων η αντιβιοτική θεραπεία είχε αποτύχει. Τα δείγματα περιλάμβαναν 60 διαφορετικά στελέχη του βακτηρίου. Μέσω γενετικής ανάλυσης, διαπίστωσαν εάν τα δείγματα περιείχαν στελέχη με κοινή ή διαφορετική γενετική ταυτότητα. Επιπλέον, αναζητήθηκαν «υπογραφές» προσαρμοστικής εξέλιξης — δηλαδή ενδείξεις ότι τα βακτήρια ανέπτυσσαν νέες ιδιότητες για να επιβιώσουν, ακόμα και παρουσία αντιβιοτικών. Περίπου το ένα τρίτο των στελεχών έδειξαν σημάδια αυτής της προσαρμοστικής εξέλιξης, κυρίως σε γονίδια που σχετίζονται με την αντοχή στα φάρμακα. Αυτό υποδηλώνει ότι η φαρμακευτική αγωγή των ασθενών αυτών θα έπρεπε να προσαρμοστεί.
Για να αξιολογήσουν την πρακτική χρησιμότητα αυτών των πληροφοριών, οι επιστήμονες σχεδίασαν μια μελέτη βασισμένη στις 11 περιπτώσεις και ζήτησαν από 25 λοιμωξιολόγους από διάφορες χώρες να τις εξετάσουν, τόσο με όσο και χωρίς τα δεδομένα της γενετικής ανάλυσης. Όταν τους παρουσιάστηκε η έκθεση για την εξέλιξη των βακτηρίων, το 34% των γιατρών αναθεώρησε την αρχική του πρόταση για την αντιβιοτική αγωγή.
Τα ευρήματα δείχνουν ότι η παρακολούθηση της μικροβιακής εξέλιξης μπορεί να βελτιώσει τη διάγνωση και τις θεραπευτικές επιλογές στην αντιμετώπιση λοιμώξεων από ανθεκτικά βακτήρια.
«Το εργαλείο αυτό μπορεί να επηρεάσει ουσιαστικά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων», δήλωσε η Δρ. Κουιέν Νγκουγέν, επίκουρη καθηγήτρια Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη. «Καλωσορίζουμε κάθε τεχνολογία που παρέχει γρηγορότερα και πιο ακριβή δεδομένα, ενισχύοντας έτσι την εμπιστοσύνη μας στις θεραπευτικές αποφάσεις», πρόσθεσε.
Ωστόσο, το κόστος και ο χρόνος που απαιτείται για τη γονιδιωματική ανάλυση παραμένουν εμπόδια για την ευρεία χρήση της στην κλινική πράξη. Οι ερευνητές καταλήγουν ότι απαιτούνται περαιτέρω μελέτες σε μεγαλύτερες ομάδες ασθενών και καθορισμός των βέλτιστων μεθόδων εφαρμογής της προσέγγισης αυτής.
ΠΗΓΗ: Live Science
www.ertnews.gr