Κείμενο: Θοδωρής Στέφος
Κάθε μεγάλη «έξοδος» των Αθηναίων προς τη βόρεια Ελλάδα, όπως και αυτή τις ημέρες του Πάσχα, συνοδευόταν κάποτε και από τις φράσεις «είμαστε στο Λεβέντη» ή «κάναμε στάση στο Λεβέντη» οριοθετώντας έτσι μια ολόκληρη εποχή που ανήγαγε το ιστορικό μαγαζί αλλά και το μοτέλ που βρίσκεται στο ύψος του Αγίου Κωνσταντίνου στην εθνική οδό Αθηνών Θεσσαλονίκης σε τοπόσημο χαραγμένο ανεξίτηλα στη μνήμη των απανταχού Ελλήνων οδηγών και των οικογενειών τους ήδη από την δεκαετία του ‘60.
Για τους παλαιότερους από εμάς μάλιστα το παρκάρισμα των αυτοκινήτων, ακόμη και πάνω στη ΛΕΑ της εθνικής οδού τέτοιες μέρες στο ύψος του Λεβέντη, ήταν μια πολύ γνώριμη εικόνα, καθότι τα πάρκινγκ του ήταν ασφυκτικά γεμάτα. Ήταν, μάλιστα, το σημείο που θα έβλεπες παραταγμένα από Fiat Polsky μέχρι Jaguar και Porsche προκειμένου οι κάτοχοί τους να φάνε τυρόπιτα, μακαρονάδα ή να πάρουν τον καφέ της εποχής: τον περίφημο φραπέ για να συνεχίσουν το ταξίδι τους, από τις τέσσερις φραπεδιέρες του θρυλικού μαγαζιού που έγραψε εποχές! Πληθυντικός.
Σήμερα, Μεγάλη Τετάρτη, το Newsbeast ζήτησε από την Ρούλα Λεβέντη να μας ταξιδέψει νοητά σε εκείνη την εποχή που τα ταξίδια με αυτοκίνητο αποτελούσαν «must» της εποχής και να μας διηγηθεί κάτι από τις μέρες και τις νύχτες στο περίφημο Λεβεντη, μιας και ήταν από τα πρώτα μαγαζιά στην ελληνική επικράτεια με εικοσιτετράωρη λειτουργία. Εκατόν τριάντα άτομα προσωπικό και συμβουλή προς όλους τους εργαζόμενους «οτι ο πελάτης είναι ιερός και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται και με χαμόγελο!».
«Ο Λεβέντης ήταν ένα απλό μαγαζί αλλά για μένα ένα “άγγιγμα ψυχής”. Από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του είχαμε γύρω στους 200 κωδικούς σε προϊόντα. Από όλα τα καλούδια που ήταν παρασκευασμένα από τις καλύτερες πρώτες ύλες.Τα ακριβότερα υλικά γιατί ξέραμε ότι ο πελάτης για να μας προτιμήσει και να μας αγαπήσει έπρεπε και εμείς να τον σεβαστούμε! Να του δώσουμε καλό προϊόν. Πρώτα μας ενδιέφερε η ποιότητα των προϊόντων και μετά τι περιθώριο κέρδους θα είχαμε» αναφέρει η Ρούλα Λεβεντη στην συνομιλία που είχαμε και συνεχίζει: «Γιατί επιλέγοντας τα καλύτερα υλικά το περιθώριο κέρδους μίκραινε αλλά δεν το είδα ποτέ έτσι. Ήθελα οι άνθρωποι να έρθουνε να μας τιμήσουν και με την παρουσία τους και τον οβολό τους και να φύγουν ευχαριστημένοι! Και έτσι συνέβαινε».
Σε ερώτηση σχετική για την προετοιμασία που γινόταν στο Λεβέντη, ενόψει των μεγάλων εξόδων, μεταξύ αυτών και του Πάσχα, η Ρούλα Λεβέντη θυμάται και αναφέρει χαρακτηριστικά: «Βεβαίως οι προμήθειες που γίνονταν ήταν πολύ αυξημένες και η παραγωγή ήταν ασταμάτητη. Από την άλλη τα προϊόντα έπρεπε να είναι φρέσκα και με τις καλύτερες πρώτες ύλες καθώς ξεπερνούσαμε τους 10.000 πελάτες ημερησίως! Αυτό ήταν κάτι το πρωτοφανές και πράγματι ο κόσμος σταματούσε με χαρά μέσα του γιατί ήξερε ότι θα απολαύσει τη θέα την ωραία, τις τουαλέτες τις πεντακάθαρες, που ήταν όπως του σπιτιού μας οι τουαλέτες και θα γευτεί τα νοστιμότερα και εκλεκτά προϊόντα, τα απλά πράγματα: τις τυρόπιτες, τα πιροσκί, τα κωκ με τα εκλέρ, τα ωραία σάντουιτς, τις μακαρονάδες, τα σουβλάκια. Όλα τα καλούδια υπήρχαν. Στην υποδοχή αλλά και στα παρασκευαστήριο ήταν 130 άτομα γιατί ήταν και οι βάρδιες. Έμενε και 24ωρες ανοιχτό και οι βάρδιες ήταν τρεις. Κλείναμε μόνο τα πρώτα χρόνια αλλά μετά ήταν 24ωρες ανοικτό. Γι’ αυτό και χρειαζόταν τόσο πολυάριθμο προσωπικό. Αλλά η ευχαρίστηση για μένα ήταν να βλέπεις τον πελάτη να φεύγει χαρούμενος και ευχαριστημένος. Και να έρχεται κατ’ εξακολούθηση. Υπήρχαν άνθρωποι που ταξίδευαν συχνά για δουλείες κλπ και πάντα, δεν υπήρχε περίπτωση να ταξιδέψουν και να μην σταματήσουν! Πουλούσαμε χιλιάδες φραπέ! Ήταν η μόδα του φραπέ! Και ήταν ο καφές που είχε την πρώτη ζήτηση. Ό,τι άλλο και να έπαιρνε ήθελε και έναν καφέ για να τον “κρατήσει” για το ταξίδι του. Χαμός! Τέσσερις μηχανές δούλευαν με αντίστοιχους νέες και νέους που παρασκεύαζαν και πουλούσαν τους φραπέδες!».
«Δυστύχησα πολύ όταν έκλεισα την επιχείρηση γιατί είχα μοχθήσει από κοριτσάκι»
Όταν ρωτήσαμε την κυρία Λεβεντη αν είχε κάνει κάποια «καταδρομική» επίσκεψη προκειμένου να δει αν όλα βαίνουν καλά χαμογελώντας μας απάντησε: «Βεβαίως! Αλλά από την άλλη δούλευα και εγώ μαζί με το προσωπικό. Τα Σαββατοκύριακα μάλιστα που υπήρχαν και τα “ποδόσφαιρα” στη Θεσσαλονίκη και τη Λάρισα καθόμουν και εγώ με το προσωπικό από Σάββατο πρωί έως και Κυριακή πρωί. 24 ώρες στο “πόδι” για να βλέπω τους ανθρώπους, τους πελάτες μου, που με προτιμούσαν να έρχονται με ευχαρίστηση και όχι μόνο λόγω της ανάγκης για ξεκούραση! Θα το πιστέψτε ότι έχουν περάσει τόσα πολλά χρόνια, γιατί άλλαξα και εγώ, δεν είμαι πια το όμορφο κορίτσι, και με σταματούν ακόμη και σήμερα στο δρόμο και με ρωτούν “δεν είστε η κυρία Λεβεντη που είχατε στα Καμένα Βούρλα;” και όταν τους απαντώ “μάλιστα κύριε” μου λένε “βρε κοπέλα μου ποσό μας λείψατε. Γιατί κλείσατε;! Ήταν η χαρά μας που ερχόμασταν σε εσάς!” Τα ακούω όλα αυτά και ειλικρινά συγκινούμαι!…Εγώ δυστύχησα ειλικρινά ψυχικά παρά πολύ αφότου έκλεισα αυτή την επιχείρηση. Γιατί είχα μοχθήσει από κοριτσάκι. Από το χτίσιμο της, κυριολεκτικά και μεταφορικά, και μου στοίχισε παρά πολύ! Πουλούσα τυρόπιτες, χαιρετούσα τον κόσμο, να μιλάω με τους οδηγούς να μου λένε τα προβλήματα τους, τις χαρές τους, όλον αυτόν τον κόσμο! Έπαιρνα και πουρμπουάρ! Μου άφηναν καμία δραχμούλα στη παλάμη όπως σερβίριζα και την αποδεχόμουν δεν έλεγα “είμαι το αφεντικό” αντιθέτως έλεγα “ευχαριστώ κύριε”. Με υπερηφάνεια την έπαιρνα! Αυτό ήταν η ικανοποίηση μου η μεγάλη! Γιατί εμείς οι παλιοί είχαμε και άλλη συνείδηση και άλλες ευαισθησίες στην ψυχή μας και εκτιμούσαμε και τη δραχμούλα με μεγάλο σεβασμό! Είναι πολύ σπουδαίο να είσαι ευσυνείδητος στο επάγγελμα που κανείς. Πολύ σπουδαίο. Ήταν η ευτυχία μου να φεύγω από την Αθήνα και να ανεβαίνω στον Άγιο Κωνσταντίνο για δουλειά. Ο κόσμος, οι πελάτες με το χαμόγελο, οι ευχαριστημένοι πελάτες. Να μου πεις “έτρωγαν βρε Ρούλα μια τυρόπιτα, μια μακαρονάδα, ένα γλυκό”, και όμως έβλεπες ότι άλλαζε η διάθεση τους με την καλοσύνη τη δική μου και όλου του προσωπικού που του έλεγα “χαμόγελο πάντα στον πελάτη! Και περιποίηση και προπάντων λέμε ευχαριστώ”. Τους είχα και εκείνα τα χρόνια ωραίες στολές και καπελάκια ψάθινα σε στιλ Μορίς Σεβαλιέ για να μην πέφτουν μαλλιά μπροστά, να τους βλέπει ο πελάτης να είναι ευπρεπείς, ωραία ντυμένους με τις στολές τους. Το καθετί για να νιώσει ευχάριστα με το μάτι του ο πελάτης. Και δίπλα σε αυτά η ποιότητα τα ξαναλέω! Αφού μου έλεγε εκείνη την εποχή η “Ελαΐς” που έπαιρνα τα βούτυρα για τις τυρόπιτες “κυρία Λεβέντη παίρνετε την ακριβότερη ποιότητα! Μα γιατί;! Να σας θυμίσουμε ότι έχουμε και εκείνο και το άλλο…” Εγώ πάντα τους απαντούσα ότι ήθελα την καλύτερη ποιότητα, την καλύτερη! Αλλά έτρωγε και ο κόσμος και την καλύτερη τυρόπιτα! Με σεβόταν ο κόσμος που σταματούσε αλλά εξίσου τον σεβόμουν και εγώ».