Ο Λούκα Γκουανταντίνο βουτά τολμηρά στο λόγο αλλά και τα ανείπωτα του κειμένου του Γουίλιαμ Μπάροουζ για να φωτίσει την παλλόμενη μοναξιά του ήρωά του – αλλά κι όλων μας. «Τηλεπαθητικά», όπως μόνο το ναρκωτικό που λέγεται σινεμά ξέρει να κάνει. Στο πλευρό του, ο Ντάνιελ Κρεγκ αδάμαστος, ατρόμητος, τσκαλακωμένος, ακομπλεξάριστος, αστείος και σπαρακτικός, σ’ ένα ρόλο ζωής.
Πόλη του Μεξικού, 1950. Ο Γουίλιαμ Λι είναι ένας μεσήλικας συγγραφέας που έχει αποσυρθεί εδώ και χρόνια στο Μεξικό για να γράψει το επόμενο βιβλίο του. Ή μάλλον, στην πραγματικότητα, για να απολαμβάνει απενοχοποιημένα τους εθισμούς του στις παρακμιακές γειτονιές της πόλης – άφθονο αλκοόλ, όπιο, ηρωίνη, λάγνα αγόρια. Μόνο που όσο μεγαλώνει, παρακμάζει, φθείρεται, τόσο κι αυτός ο τελευταίος εθισμός, ο πόθος του για σεξ, μένει ανικανοποίητος. Κάθε βράδυ, ο Λι μπαίνει στα γκέι μπαρ φορώντας στο ένα πέτο του λινού λευκού του κουστουμιού την άσβεστη επιθυμία του, και στο άλλο την βαριά θλίψη της πεπερασμένης του νιότης. Οσο κι αν το ακονισμένο μυαλό του μπορεί να προσφέρει γνώση, ευφυΐα, χιούμορ, όσο κι αν η ψυχή του έχει να δώσει τόνους τρυφερότητας, κανείς δεν τον θέλει πια. Κάθε ξημέρωμα, βγαίνει από τα μπαρ τρικλίζοντας από το μεθύσι, αγκαλιά με την απόρριψη, την απελπισία, την παλλόμενη μοναξιά του. Στις ελάχιστες φορές που θα σταθεί τυχερός, βγαίνει και με ένα πληρωμένο συνοδό, συνήθως κάποιον πιτσιρικά μεξικανό τυχοδιώκτη.
Μέχρι που εμφανίζεται στα στέκια του ένας νεαρός ναύτης. Ο Γιουτζίν Αλερτον έχει κάτι από την αθώα, χρυσαφένια απαλότητα του Τζέιμς Ντιν, κάτι από την σπίθα των ματιών και την αψεγάδιαστη χωρίστρα του Πολ Νιούμαν, κάτι από την σκοτεινή επικινδυνότητα του Στιβ ΜακΚουίν. Ο Λι ερωτεύεται κεραυνοβόλα, όμως ο Γιουτζίν, συγκροτημένος, παγερός, χειριστικός, τον περιπαίζει. Συνοδεύει γυναίκες, φλερτάρει με άλλους άντρες, τον διεγείρει και τον προσπερνά, μια τον προσκαλεί στο τραπέζι του, δυο τον διώχνει, τρεις τον αγνοεί. Στέκεται τόσο κοντά κι όσο μακριά είναι όσα δεν μπορείς να αποκτήσεις ποτέ. Οσα σε κάνουν να νιώθεις ανεπίστρεπτα γέρος και loser. Και μόνος. Ενα-δυο one night stands κι η ερωτική επιθυμία του Λι δίνει τη θέση της σε μία σπαρακτική λαχτάρα: όχι να πηδηχτεί πια. Αλλά να αγαπηθεί. Να αγαπηθεί.
Γνωρίζοντας ότι ο Γιουτζίν θέλει να ταξιδέψει στον κόσμο και πειραματίζεται με ναρκωτικά, τον προσκαλεί σ’ ένα ταξίδι στα βάθη του Αμαζονίου, εκεί όπου μία επιστήμονας έχει ανακαλύψει ένα φυτό που όταν το καπνίσεις με έναν ακόμα άνθρωπο, μοιράζεστε «τηλεπαθητική γνώση» ο ένας για τον άλλον. Οι δυο άντρες θα ξεκινήσουν αυτή την πορεία στην αυτογνωσία με διαφορετική ατζέντα ο καθένας. Ο Λι θέλει να ανοίξει διάπλατα την πόρτα της επικοινωνίας μεταξύ τους, όμως μπερδεύει την «τηλεπάθεια» με την ουσιαστική επαφή, την αγάπη. Ο Γιουτζίν θέλει απλώς μία ακόμα πληρωμένη περιπέτεια, όμως ανοίγει την πόρτα της πραγματικότητάς του: δεν εκμεταλλεύεται τους queer, είναι queer κι ο ίδιος.
Ο Λούκα Γκουαντανίνο μεταφέρει στο σινεμά το μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Μπάροουζ «Queer», που βυθίζει τον αναγνώστη στα σκοτάδια του (είναι πασιφανές ότι ο Λι λειτουργεί ως το alter ego του συγγραφέα) και στο τίμημα των διαφορετικών εθισμών. Ο Ιταλός σκηνοθέτης βουτά με το κεφάλι στον αριστοτεχνικό λόγο, αλλά και με σεβασμό στα ανείπωτα του κειμένου, επιλέγοντας ξεκάθαρα που θα εστιάσει το φακό του, ποια θα λούσει με πρωταγωνιστικό φως: την μοναξιά του queer άντρα των 50ς. Ο περιθωριακός κόσμος των μεξικανικών γκέι γειτονιών (κατασκευασμένος στα στούντιο της Cinecittà) έχει κάτι το γήινα φτηνό, κάτι το απόκοσμα οικείο, κάτι το πικρό και το μαγικό μαζί – σαν να κοιτάς την Τρούμπα μέσα από τα χρωματιστά παραμορφωμένα φίλτρα του Τσάρλι Κάουφμαν. Φώτα και σκιές, χνώτα και υγρασία, μουσικές και βογκητά, σε έναν λαβύρινθο του πόθου, σε έναν τόπο βολικά ξεχασμένο από κάθε ηθική.