Ξαφνικά προέκυψε θέμα αλλαγής του εκλογικού νόμου ή, εν πάση περιπτώσει, συζήτηση επί του θέματος και το πολιτικό discourse άρχισε να περιστρέφεται – και πάλι – γύρω από τα εκλογικά.
Βέβαια, αν κάποιος θέλει να είναι ειλικρινής, θα πρέπει να παραδεχθεί ότι, μετά τις ευρωεκλογές και το στραπάτσο του 28%, υπήρξαν κάποιες φωνές που ζητούσαν παρεμβάσεις στον νόμο Θεοδωρικάκου, οι οποίες θα λειτουργούσαν ως… φράγμα για μικρότερα κόμματα (κυρίως αυτά που βρίσκονται στα δεξιά της Ν.Δ.), αλλά και θα «ταπείνωναν» το όριο της αυτοδυναμίας, το οποίο σήμερα βρίσκεται περίπου στο 38%.
Ωστόσο το τελευταίο διάστημα – άλλωστε ήδη το «Ποντίκι» αναφέρθηκε στο ζήτημα – η συζήτηση αυτή έχει αρχίσει να σχηματοποιείται και να κινείται στην κατεύθυνση της αύξησης του ποσοστού που θα πρέπει να λαμβάνει ένα κόμμα προκειμένου να μπει στη Βουλή: το «κατώφλι» αυτό σήμερα βρίσκεται στο 3% και οι πληροφορίες αναφέρουν ότι εξετάζεται να… πάρει τα πάνω του και να ανέβει στο 5%.
Στην πραγματικότητα, μια τέτοια κίνηση ουσιαστικά κατεβάζει και το όριο της αυτοδυναμίας, καθώς (θεωρητικά, τουλάχιστον) με υψηλότερο «κατώφλι» στη Βουλή μπαίνουν λιγότερα κόμματα και αυξάνεται το σύνολο του ποσοστού των εκτός Βουλής κομμάτων, που είναι ποσό αντιστρόφως ανάλογο προς το όριο της αυτοδυναμίας. Έτσι ο πρώτος μπορεί πιο εύκολα να φτάσει τον αριθμό των 150+ βουλευτών βοηθούμενος και από το μπόνους που δίνει ο τρέχων εκλογικός νόμος (το οποίο προς το παρόν δεν φαίνεται να συζητείται).
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι, στο όνομα της… πολιτικής σταθερότητας, ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης τάχθηκε υπέρ της σημαντικής μείωσης του ποσοστού της αυτοδυναμίας, φέρνοντας ως παράδειγμα τη Βρετανία, όπου η κυβέρνηση των Εργατικών έχει άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία με συνολικό ποσοστό στη χώρα περίπου 33,5% (βέβαια, το εκλογικό σύστημα της Βρετανίας, με αποκλειστικά μονοεδρικές περιφέρειες, είναι τελείως διαφορετικό από τα συστήματα που εφαρμόζονται διαχρονικά στην Ελλάδα).
Το βλέμμα στα δεξιά
Βέβαια ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης, επιχειρώντας να βάλει τέλος στη συζήτηση, είπε ότι δεν υπάρχει καμία συζήτηση περί αλλαγής του εκλογικού νόμου και ότι ο Γεωργιάδης εκφράζει πάγιες προσωπικές απόψεις του, αν και πρέπει να υπογραμμιστεί ότι δεν έκανε προσπάθεια για… τελεία και παύλα, όπερ σημαίνει ότι τουλάχιστον… καπνός υπάρχει και μένει να αποδειχθεί αν υπάρχει και φωτιά, ήτοι αν η κυβέρνηση θα προχωρήσει τελικά σε παρεμβάσεις στον εκλογικό νόμο.
Η αλήθεια είναι ότι μια αύξηση του ποσοστού για είσοδο στη Βουλή ενδεχομένως θα επέτρεπε στην κυβέρνηση να… απαλλαγεί από διάφορες πιέσεις που δέχεται εκ δεξιών της, καθώς οι σχέσεις μεταξύ των κομμάτων (και των αρχηγών τους) που βρίσκονται στα δεξιά της Ν.Δ. είναι καταφανώς ανταγωνιστικές και, ως εκ τούτου, μπορεί να θεωρηθεί από δύσκολο έως και αδύνατο να υπάρξει μεταξύ τους μια συμφωνία για ένα ενιαίο σχήμα που θα μπορούσε να εκφράσει συνολικά το απογοητευμένο από την κυβέρνηση πιο συντηρητικό εκλογικό σώμα.
Από την άλλη, βέβαια, μια τέτοια απόφαση ενδεχομένως θα οδηγούσε – μεγάλο; μικρό; ουδείς γνωρίζει επί του παρόντος – μέρος των ψηφοφόρων αυτών των κομμάτων να συσπειρωθούν γύρω από το σχήμα που φαντάζει ισχυρότερο, με κίνδυνο, από διάφορους μικρότερους «πονοκεφάλους», η Ν.Δ. να βρεθεί μπροστά σε μια μεγάλη… ημικρανία στα δεξιά της, η οποία δεν είναι απαραίτητο ότι θα είναι συνεργάσιμη ή, εν πάση περιπτώσει, ακίνδυνη για τον στόχο της τρίτης συνεχόμενης θητείας, που έθεσε από το βήμα του «πάρτι» στη Ρηγίλλης ο ίδιος ο πρωθυπουργός και πρόεδρος της Ν.Δ. Κυριάκος Μητσοτάκης.
Το… κεντροαριστερό ρίσκο
Επίσης, ένας τέτοιος «κίνδυνος» μπορεί να υπάρξει και στα αριστερά της Ν.Δ.: με δεδομένη τη συνεχιζόμενη αναταραχή στον ΣΥΡΙΖΑ και το ενδεχόμενο και νέας διάσπασης του κόμματος της μείζονος αντιπολίτευσης, δεν αποκλείεται μια αλλαγή του εκλογικού νόμου να οδηγήσει μέρος (το μέγεθος του οποίου και στην περίπτωση αυτή είναι προς το παρόν άδηλο) κεντροαριστερών και αριστερών ψηφοφόρων να στραφούν προς το ΠΑΣΟΚ, που μοιάζει να βγαίνει από την εσωστρέφεια των εσωκομματικών διαδικασιών του προηγούμενου διαστήματος και επιχειρεί να αναλάβει λόγω και έργω τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Μάλιστα, όσο στις δημοσκοπήσεις η Ν.Δ. πραγματοποιεί «χαμηλές πτήσεις» πέριξ του ποσοστού των ευρωεκλογών και το ΠΑΣΟΚ δείχνει σιγά – σιγά να… τσιμπάει ποσοστά (ορισμένες μετρήσεις κατέγραψαν και μονοψήφια διαφορά με τη Ν.Δ.), αλλά και όσο ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να παρουσιάζει διαλυτικές τάσεις, τόσο ένα τέτοιο ενδεχόμενο μοιάζει πιθανό, ιδίως αν υπάρχει και το κίνητρο της ενίσχυσης ενός δεύτερου πόλου, αν αλλάξει ο εκλογικός νόμος και «ταπεινωθεί» το ποσοστό της αυτοδυναμίας.
Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι το ΠΑΣΟΚ, διά του εκπροσώπου του Κώστα Τσουκαλά, επιτέθηκε στην κυβέρνηση για τη συζήτηση περί αλλαγών στον εκλογικό νόμο, με τον ίδιο να δηλώνει στον ρ/σ Παραπολιτικά FM πως «προφανώς θεωρούμε ότι μια αλλαγή του εκλογικού νόμου συνιστά μια ομολογία ήττας ή φόβου για ήττα από τη Ν.Δ. Εμείς θέλουμε ένα σταθερό πολιτικό σύστημα, ένα σταθερό εκλογικό σύστημα, να μην πειράζεται η τράπουλα. Ο πρωθυπουργός είχε πει ότι είναι υπέρ της διατήρησης ενός σταθερού εκλογικού συστήματος, άρα περιμένουμε ότι θα μείνει σε αυτό».
Το μεγάλο ερώτημα
Η συγκεκριμένη αποστροφή του λόγου του Τσουκαλά φέρνει στην επιφάνεια άλλη μια «παγίδα» που μπορεί να κρύβει μια απόφαση για αλλαγή του εκλογικού νόμου, που σχετίζεται με τη διαρκή επίκληση του ίδιου του πρωθυπουργού στον σεβασμό στους θεσμούς και τις διαδικασίες. Δεν θα είναι δύσκολο για την αντιπολίτευση να ανασύρει δηλώσεις του Μητσοτάκη, στις οποίες θα εμφανίζεται να τονίζει ότι ο εκλογικός νόμος είναι σωστός και ότι δεν χρειάζεται παρεμβάσεις και, εν συνεχεία, να τον κατηγορήσει για ανακολουθία, πολιτική και θεσμική.
Ωστόσο και στην κυβέρνηση αναγνωρίζουν πλέον καθαρά ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι μια τεχνικής φύσεως αλλαγή, αλλά το ουσιαστικό πολιτικό διακύβευμα: η απάντηση στο ερώτημα «ποιος είναι ικανός να κυβερνήσει αποτελεσματικά τη χώρα».
Υπ’ αυτήν την έννοια έχει ενδιαφέρον (και προκαλεί ικανοποίηση στο Μαξίμου) το εύρημα της δημοσκόπησης της Marc (για τον ΑΝΤ1) ότι περισσότεροι από 7 στους 10 ερωτηθέντες δεν θεωρούν ότι το ΠΑΣΟΚ μπορεί να κερδίσει τη Ν.Δ., έστω κι αν ένας στους δύο δηλώνει ότι θέλει το ΠΑΣΟΚ στον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Στην ουσία τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η Ν.Δ. παραμένει το κυρίαρχο κόμμα στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, παρά την κακή επίδοση στις ευρωεκλογές.
Ωστόσο οι πληροφορίες αναφέρουν ότι τα λεγόμενα «ποιοτικά» στοιχεία των μετρήσεων της κοινής γνώμης προβληματίζουν σοβαρά την κυβέρνηση, καθώς και τα μεγάλα προβλήματα που απασχολούν τους πολίτες (ακρίβεια, υγεία, στέγη, ασφάλεια, κ.λπ.) παραμένουν παγιωμένα (και, άρα, άλυτα), αλλά και η αποδοχή της κυβέρνησης (είτε μέσω του ερωτήματος περί της κατεύθυνσης της χώρας είτε μέσω ερωτημάτων περί ικανοποίησης για το έργο της) βαίνει μειούμενη.
Η «γκρίζα ζώνη»
Από την άλλη, παραμένοντας στις δημοσκοπήσεις, η λεγόμενη «γκρίζα ζώνη» των αναποφάσιστων κινείται σε… υψηλά για την εποχή επίπεδα (διάβαζε ποσοστά…), όπερ σημαίνει ότι το κυβερνών κόμμα διαθέτει μια δεξαμενή ψηφοφόρων στην οποία μπορεί να απευθυνθεί και από την οποία μπορεί να αντλήσει δυνάμεις σε μια εκλογική αναμέτρηση, υπό την προϋπόθεση, φυσικά, ότι θα μπορέσει να δώσει απαντήσεις στα προβλήματά της και τις αγωνίες της, όπως αυτές καταγράφονται εδώ και πολλούς μήνες στις μετρήσεις της κοινής γνώμης.
Κάπου εδώ, ενδεχομένως, μπαίνει και ο… πειρασμός της αλλαγής του εκλογικού νόμου: δεδομένου ότι ο ίδιος ο Μητσοτάκης έχει παραδεχθεί ότι το 41% του Ιουνίου του 2023 δεν υπάρχει πια και, δεδομένων των χαμηλών δημοσκοπικών επιδόσεων του κυβερνώντος κόμματος, μια αύξηση του ποσοστού εισόδου στη Βουλή ίσως να έκανε τον στόχο της αυτοδυναμίας πιο… εφικτό, καθώς, μέσα από παρεμβάσεις κατά το υπόλοιπο της θητείας της κυβέρνησης μπορεί να καταγραφεί αλλαγή κλίματος υπέρ της Ν.Δ. και να χρειάζονται μόνο μερικές εκατοστιαίες μονάδες για τους 150+ βουλευτές, αν θεωρηθεί δεδομένο ότι οι εθνικές εκλογές θα πραγματοποιηθούν το 2027, όπως έχει δεσμευτεί πλειστάκις ο πρωθυπουργός.
Φυσικά παραμένει το ερώτημα για το αν οι πολιτικές μέχρι το τέλος της θητείας της κυβέρνησης θα είναι επαρκείς ώστε να διασφαλίσουν στροφή υπέρ της Ν.Δ.
Επίσης, ερωτηματικό παραμένει η δυναμική που θα έχουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης (ιδίως το ΠΑΣΟΚ), αλλά και οι διεργασίες στα κόμματα που βρίσκονται στα δεξιά της Ν.Δ. (τα οποία, πρέπει να σημειωθεί, δημοσκοπικά εμφανίζονται να ενισχύονται αργά αλλά σταθερά, με τους αναλυτές να θεωρούν ότι αυτές οι ψήφοι δεν γυρίζουν πίσω).
Τέλος, σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις και τις όποιες αποφάσεις θα παίξει και το διεθνές περιβάλλον, το οποίο μοιάζει σχεδόν σε καθημερινή βάση να γίνεται όλο και πιο ρευστό και απρόβλεπτο.
Διαβάστε επίσης
Τζάκρη: Η Νέα Αριστερά του 2,4% θα κάνει συνέδριο στο ΣΕΦ και εμείς σε μπουζούκια
Βουλή: Ένσταση αντισυνταγματικότητας από το ΠΑΣΟΚ στο άρθρο 13 του νομοσχεδίου για τις ΑΠΕ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ | topontiki.gr