Katja Hoyer
Πέρα από το τείχος
Ανατολική Γερμανία, 1949-1990
Μετάφραση: Νίκος Ρούσσος
Σελ.: 448
Η ιστορία μιας εξαφανισμένη χώρας
Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε και στα ελληνικά το βιβλίο της πρώην καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, το οποίο ο διεθνής Τύπος χαρακτήρισε ως αυτοβιογραφία με «παντελή απουσία αυτοκριτικής». Επίσης, λίγες μέρες πριν, κυκλοφόρησε στα ελληνικά μια ογκώδης έκδοση, την οποία υπογράφει η Katja Hoyer, με τίτλο «Πέρα από το τείχος: Ανατολική Γερμανία, 1949-1990». Διαβάζοντας τον πρόλογο του βιβλίου και έχοντας ταυτόχρονα δίπλα μου την αυτοβιογραφία της Μέρκελ, κάποια στιγμή νόμισα – και όχι άδικα – ότι διάβαζα έναν πρόλογο γραμμένο για το βιβλίο της Μέρκελ.
Η Γερμανοβρετανίδα συγγραφέας ξεκινούσε με την περίπτωση της Μέρκελ ως χαρακτηριστικό παράδειγμα για να περιγράψει την επανένωση της Γερμανίας μετά την πτώση του Τείχους. Κι όντως η ιστορία αυτή είναι πολύ ενδιαφέρουσα και κατατοπιστική. Παρά τις αρκετές απορίες – χρήσιμες και ωφέλιμες επίσης – που δημιουργεί, θέτει ένα αγωνιώδες και πραγματικό ζήτημα που θα μπορούσε να προσωποποιηθεί στην ιστορία της Μέρκελ, της οποίας ο χαρακτήρας διαμορφώθηκε με τις αρχές της Ανατολικής Γερμανίας για να διοικήσει την ενωμένη πλέον Γερμανία ως καγκελάριος επί δεκαέξι ολόκληρα χρόνια, ενώ ταυτόχρονα αντιμετώπιζε την προηγούμενή της ζωή ως έρμα, «ένα περιττό βάρος το οποίο μπορούμε να αγνοήσουμε», όπως δήλωσε σε ένα ασυνήθιστο για τον αυστηρό προτεσταντικό χαρακτήρα της ξέσπασμα.
Ευλόγως η συγγραφέας αναρωτιέται ότι αν η ίδια η καγκελάριος, που είχε την πιο απτή αποδοχή της εμπιστοσύνης των Γερμανών, θεωρείτο «βάρος», τότε τι γίνεται με τις ζωές όλων εκείνων των 16 εκατομμυρίων Ανατολικογερμανών που αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας περίπου τέσσερις δεκαετίες μετά.
Η επανένωση της Γερμανίας δεν ολοκληρώθηκε προφανώς με την πτώση του Τείχους, καθώς από την επόμενη μέρα έως και σήμερα ένα άλλο τείχος, αόρατο, χωρίζει τους Ανατολικογερμανούς από τους Δυτικογερμανούς. Η συγγραφέας εξάγει κάποια συμπεράσματα γι’ αυτήν τη μεταπολεμική Γερμανία με γνώμονα την περίοδο ζωής του ανατολικογερμανικού κράτους από το 1949 έως και τις 3 Οκτωβρίου του 1990, μια ημερομηνία που αναφέρει χαρακτηριστικά η συγγραφέας πως είναι «ό,τι πλησιέστερο σε εθνική εορτή διαθέτει η Γερμανία…». Η επέτειος αυτή είναι γνωστή πλέον ως «Ημέρα Γερμανικής Ενότητας».
Η αναφορά της συγγραφέως στη Μέρκελ δεν είναι τυχαία, καθώς θα υπηρετούσε με τον καλύτερο τρόπο την ιδέα της ενωμένης Γερμανίας. Ωστόσο, οι συμβολισμοί δεν συγκροτούν εθνικές ταυτότητες, παρά μόνο οι μνήμες – και η μνήμη της Ανατολικής Γερμανίας δεν γκρεμίστηκε με το Τείχος, αλλά παρέμεινε ζωντανή. Η πρόταση της συγγραφέως είναι να αντιμετωπιστεί η γερμανική ιστορία της περιόδου αυτής ως ενιαία γερμανική περιπέτεια και όχι κάτι που πρέπει να ξεχαστεί, δηλαδή να αγνοηθεί η ανατολική της εκδοχή. Όπως σημειώνει, το γεγονός ότι και οι περισσότεροι Ανατολικογερμανοί συναίνεσαν στη διάλυση της Ανατολικής Γερμανίας δεν σημαίνει ότι η ζωή τους πρέπει να καταχωνιαστεί στα αζήτητα της Ιστορίας. Την άποψη αυτή την υπερασπίζεται σθεναρά η Katja Hoyer. Πώς είναι δυνατόν, αναλογίζεται, με την επανένωση της 3ης Οκτωβρίου 1990 να ξεχαστεί «μέσα σε μια νύχτα» η ιστορία της Ανατολικής Γερμανίας; Στο σημείο αυτό η συγγραφέας αναφέρει τη δυσκολία των Δυτικών να κατανοήσουν το πώς είναι δυνατόν να αξίζει κάποιος να θυμάται τη ζωή πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα και έξυπνα μας υπενθυμίζει ότι ο δυτικός καταναλωτισμός και οι φιλελεύθερες αξίες μνημονεύονται με λαμπερά χρώματα, ενώ η ΛΔΓ απεικονίζεται ως μια γκρίζα ζώνη ζωής. Η συγγραφέας σε αυτό το σημείο, προσπαθεί να υποστηρίξει ότι υπήρχαν και καταστάσεις που δεν είναι άξιες λησμονιάς.
Το πρόβλημα αρχίζει να δημιουργείται για τον αναγνώστη όταν η συγγραφέας παραθέτει όλα τα… προβληματάκια του συστήματος, όχι όμως στη διάστασή τους και κυρίως στη συντριπτική τους επίπτωση στην καθημερινότητα των ανθρώπων, αλλά ως τεκμήριο αντικειμενικότητας. Άλλο να παραδέχεσαι τα εγκλήματα της Stasi γενικώς, τα οποία είναι υπεραρκετά, για να κλείσει το θέμα Ανατολική Γερμανία και διαφορετικό να προσθέτεις εκείνο το αθώο «αλλά» υπήρχε και ζωή, χαμόγελα και ευτυχισμένες στιγμές, οι οποίες με μαεστρία αντισταθμίζονται με εμβόλιμες υπενθυμίσεις των δυτικών παρακμιακών καταναλωτικών αξιών.
Επίσης, όσον αφορά στα επιτεύγματα της οικονομίας και της ανοικοδόμησης που εξασφάλιζε στους πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας ένα καλό επίπεδο ζωής, υπενθυμίζουμε ότι η μεταπολεμική ανοικοδόμηση της Ανατολικής Ευρώπης ακολούθησε αρχικά τους ίδιους ρυθμούς με τη Δυτική. Ήδη, η Τσεχοσλοβακία και η Ρουμανία άρχισαν να εξάγουν σχεδόν μετά τη λήξη του πολέμου, τη στιγμή που στη Μεγάλη Βρετανία το δελτίο τροφίμων διατηρήθηκε ώς το 1950.
Αρχικά, αυτές οι χώρες, που ήταν απελπισμένες, ερημωμένες και καθημαγμένες από τον πόλεμο, ήταν έτοιμες να δεχτούν τα πάντα, αρκεί η νέα πραγματικότητα να έφερνε κάποιες βελτιώσεις στη ζωή τους. Να σκεφτεί κανείς ότι στη Ρουμανία υπήρχαν περιοχές όπου η γεωργία δεν είχε αλλάξει σχεδόν καθόλου από την εποχή του Μεσαίωνα. Έτσι, και η παραμικρή βελτίωση έπιανε τόπο στους πληθυσμούς εκείνους. Τα νέα καθεστώτα που προέκυψαν, κατάφεραν στην αρχή να αποκαταστήσουν κάπως το κέντρο των πόλεων και να βελτιώσουν μερικές υποδομές, κυρίως στις μεταφορές. Είναι λογικό η Ανατολική Γερμανία να ανέπτυξε μια δραστηριότητα που έφτασε στο σημείο να «εξάγει στη Μ. Βρετανία και Αμερική», όπως μας λέει η συγγραφέας, αλλά με καθόλου ίδιο ειδικό βάρος με αυτές. Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί η πανίσχυρη Ανατολική Γερμανία δεν ακολούθησε τον ρυθμό ανάπτυξης της κακής καπιταλιστικής Γερμανίας. Γιατί φέρνει ως παράδειγμα επιτυχίας ότι εξάγει στη Μ. Βρετανία, μια χώρα με καπιταλισμό και διαφθορά; Είναι λογικό επόμενο να θέλει κανείς να ξεχάσει όλη αυτή τη σύγκριση, αλλά είναι και δίκαιο η ιστορία μιας χώρας να αποτελεί ενιαίο κεφάλαιο του εθνικού της αφηγήματος.
Το βιβλίο της Katja Hoyer, ωστόσο, παραμένει ιδιαίτερα ενδιαφέρον, καθώς ανατρέχει στις αιτίες που δημιούργησαν τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, έτσι ώστε να μπορέσουμε να κατανοήσουμε πληρέστερα όλο το πλαίσιο της δημιουργίας ενός νέου κράτους αλλά και τις τέσσερις δεκαετίες ζωής του που ακολούθησαν μέχρι την επανένωση. Η συγγραφέας ζητά να μη λησμονηθεί η ιστορία της Ανατολικής Γερμανίας, ούτε να περάσει, όπως χαρακτηριστικά λέει, ως υποσημείωση, αλλά να ενσωματωθεί πλήρως στην αφήγηση της γερμανικής ιστορίας.
Ένα θέμα που ίσως προκύπτει εδώ είναι ότι πρόκειται για μια ιστορία που έχει γραφτεί «ιδεολογικά» ερήμην της πραγματικότητας, πράγμα που δυσκολεύει ιδιαίτερα αυτό το εγχείρημα. Λέει χαρακτηριστικά η Hoyer: «Σύμφωνοι, υπήρξε καταπίεση και βαναυσότητα, αλλά υπήρχαν κι ευκαιρίες και το αίσθημα ότι ανήκεις κάπου». Πόσο εύκολο είναι αυτό το συμπέρασμα να αποτυπωθεί ως Ιστορία; Τι ακριβώς σημαίνει «υπήρχε καταπίεση αλλά και ευκαιρίες, υπήρχε βαναυσότητα αλλά και αίσθημα ότι ανήκεις κάπου»; Τα δύο πρώτα είναι συγκεκριμένα, ενώ τα δύο αντισταθμιζόμενα το λιγότερο αόριστα. Το κύριο μέρος του βιβλίου αποτελείται από συνεντεύξεις διάφορων επώνυμων και ανώνυμων Ανατολικογερμανών πολιτών που οι ζωές τους και οι ιστορίες τους αφηγούνται μια νέα εκδοχή της ΛΔΓ, μιας εξαφανισμένης χώρας.
Τέλος, να σημειώσουμε ότι συνεντεύξεις, διηγήσεις, επιστολές και αρχειακά παραθέματα συγκροτούν ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον υλικό, μέσα από το οποίο η συγγραφέας προτείνει να αποδεχτούμε πως Ανατολικογερμανοί και Δυτικογερμανοί βίωναν πολύ διαφορετικές πραγματικότητες μιας εθνικής Ιστορίας.
Διαβάστε επίσης:
Βιβλίο: Ιστορίες του κοντινού και μακρινού μας κόσμου
Βιβλίο: Το χρονικό της Κυπριακής Τραγωδίας
ΒΙΒΛΙΟ | topontiki.gr