Βασιλική Πέτσα
Δεν θ’ αργήσω
Εκδόσεις: Πόλις
Σελ.: 144
Η Βασιλική Πέτσα συστήθηκε στο αναγνωστικό κοινό το 2011 με την εξαιρετική νουβέλα της «Θυμάμαι», ακολούθησαν δύο αξιανάγνωστες συλλογές διηγημάτων της, «Όλα τα χαμένα», (2012) και «Μόνο το αρνί», (2015), έγραψε μια μελέτη με τίτλο «Όταν γράφει το μολύβι» (2016) που περιλαμβάνει ελληνικά και ιταλικά λογοτεχνικά κείμενα για την ένοπλη βία (όλα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πόλις), ενώ υπήρξε υποψήφια για τα Κρατικά Βραβεία Μυθιστορήματος και Διηγήματος. Το 2018, σταθερά από τις ίδιες εκδόσεις, κυκλοφόρησε «Το δέντρο της υπακοής», ένα εντυπωσιακό πολυεπίπεδο μυθιστόρημα στο οποίο ισορρόπησε άριστα την ήσυχη ποιητική πρόζα και τον χειμαρρώδη ρυθμό, ταξιδεύοντας τον αναγνώστη σε μια αξέχαστη λογοτεχνική διαδρομή από τη Ρωσία του Κόκκινου Οκτώβρη ώς την Ιρλανδία από το 1917 μέχρι και σήμερα.
Η Πέτσα μόλις επέστρεψε με το νέο της ευσύνοπτο και πυκνογραμμένο της μυθιστόρημα «Δεν θ’ αργήσω» που σηματοδοτεί την έναρξη της φθινοπωρινής εκδοτικής παραγωγής των εκδόσεων Πόλις.
Και εδώ, όπως και στα προηγούμενα έργα της, η νεαρή συγγραφέας αναδεικνύει το ποσό στιβαρά, μετρημένα και δεξιοτεχνικά γράφει και δημιουργεί απολαυστικά κείμενα με δυνατούς χαρακτήρες των οποίων οι ιστορίες, τα πάθη, οι μνήμες, οι προσδοκίες, οι μικρές νίκες και οι μεγάλες ήττες ξεπερνούν τα εθνικά μας σύνορα.
Στο «Δεν θ’ αργήσω» η υπόθεση εκτυλίσσεται στο Λίβερπουλ από το 1989 ώς το 2009 ή, μάλλον, από το 2009 πίσω στο 1989 και η φράση «Δεν θ’ αργήσω», που ανοίγει και κλείνει αυτό το καθηλωτικό μυθιστόρημα, είναι ψίθυρος υπόσχεσης, απόφαση και άηχη κραυγή που ενώνουν δύο εποχές και είκοσι χρόνια μιας ανοιχτής πληγής.
Ο ανώνυμος αφηγητής, νωρίς το πρωί, βγαίνει από το σπίτι του μουρμουρίζοντας «Δεν θ’ αργήσω» ενώ ξεκλειδώνει την εξώπορτα. Η σύζυγός του Λιζ και τα δύο τους παιδιά, Πολ και Σούζαν, ακόμη κοιμούνται οπότε η φράση του μένει μετέωρη, πέφτει στο κενό.
Κι έτσι αρχίζει η άρτια δομημένη και συνταρακτική πρωτοπρόσωπη αφήγησή του για την τακτοποιημένη οικογενειακή ζωή του, για την επαγγελματική του διαδρομή – που δείχνει να οδεύει στο τέλος της – και για το τραύμα που έχει καθορίσει τα πάντα στη μέχρι τώρα πορεία του.
Νωρίς το πρωί. Είκοσι χρόνια μετά. Και το τραύμα αιμορραγεί κρυφά, ύπουλα, ανεξέλεγκτα, αθεράπευτα. Η ζωή, ενώ έχει προχωρήσει, ουσιαστικά έμεινε ακίνητη όταν ο χρόνος πάγωσε την άνοιξη του 1989.
Η Βασιλική Πέτσα άντλησε έμπνευση από ένα φρικτό αληθινό περιστατικό που συντάραξε τη Βρετανία και ολόκληρο τον κόσμο: 15 Απριλίου 1989, στο στάδιο Χίλσμπορο, όπου θα διεξαγόταν ο ημιτελικός του Κυπέλλου Αγγλίας μεταξύ Λίβερπουλ και Νότιγχαμ Φόρεστ, 96 φίλαθλοι της Λίβερπουλ βρήκαν τραγικό θάνατο εξαιτίας του συνωστισμού στις κερκίδες των ορθίων. Το μοιραίο συμβάν έλαβε πολιτικές διαστάσεις. Η τότε πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ και τα ΜΜΕ απέδωσαν ευθύνες στα ίδια τα θύματα που με άκρως βίαιη συμπεριφορά και όντας παρασιτικά στοιχεία και υπό την επήρεια μέθης αψήφησαν τους κανονισμούς. Ακολούθησε μια κάποια προσπάθεια παραποίησης των γεγονότων και ευνοϊκής μεταχείρισης στους υπεύθυνους του γηπέδου καθώς και στις αστυνομικές αρχές, που λόγω ανεπάρκειας και αδιαφορίας επέτρεψαν μια τέτοια μαζική είσοδο.
Ο πρωταγωνιστής είναι επιζών εκείνης της μαύρης μέρας για το βρετανικό ποδόσφαιρο, είναι ο ανύπαρκτος εαυτός που θέλει να ξεχάσει αλλά θέλει και να θυμάται και είναι αντιμέτωπος με μια απώλεια που τον έχει στοιχειώσει, με μνήμες πικρές κι οδυνηρές, με τις τραγικές επιπτώσεις της τότε θατσερικής κυβέρνησης που είχαν και έχουν επηρεάσει την καθημερινότητα των ανθρώπων. Η αφήγηση ξεκινά από το παρόν (2009) και στρέφεται σε κύκλους πίσω στον χρόνο με τον αφηγητή να βγαίνει από το σπίτι του στον δρόμο κι από ’κει να μπαίνει στο γκαράζ του για να καθαρίσει το αυτοκίνητό του. Ο ίδιος διατηρεί ένα φωτογραφείο που πια δεν του αποφέρει κανένα κέρδος, άλλωστε οι εποχές έχουν αλλάξει, και είναι στη διαδικασία να το κλείσει. Πέρα από την οικογένειά του και τους παλιούς του φίλους, που κάνουν κύκλους στο αφηγηματικό του καρουζέλ, στην αφήγηση υπάρχει και κρατά συμβολικό ρόλο ένα καναρίνι που, ελεύθερο και φυλακισμένο μαζί, δίνει τη θέση του σε ένα επόμενο καναρίνι και σε ένα επόμενο. Και ο Τζον, μέλος της παλιάς παρέας, επιστρέφει στο Λίβερπουλ για την επέτειο των είκοσι χρόνων από την τραγωδία του Χίλσμπορο. Οι μνήμες αναδεύονται, αναταράσσονται, τρέχουν σαν ξερά φύλλα πάνω σε ορμητικά νερά.
Ο πρωταγωνιστής στο γκαράζ του, στη διάρκεια αυτής της μέρας μνήμης, θυμάται, πονά, οι συναισθηματικές του διακυμάνσεις πάλλονται ενώ ξεδιπλώνονται αρχικά αργά κι ύστερα όλο και πιο γρήγορα και καταλήγουν σε ένα ασθματικό εκκωφαντικό κρεσέντο που κόβει την ανάσα. Ο αφηγητής είναι σαν πουλί που αποζητά διαφυγή απ’ το κλουβί της μνήμης και πετά πάνω από μια κούτα με περιεχόμενα αναμνήσεων, κασέτες, φωτογραφίες, πρόσωπα, γράμματα, απομεινάρια μιας άλλης εποχής που μπερδεύονται με αναμνήσεις ζεστές και οικείες από τον οικογενειακό βίο. Οι ενοχές νικούν. Μια φωτογραφία παλιά: ο αφηγητής και ο Κιθ. Κι ένας στίχος «I ‘ve come to take you back home».
Η Κέισι, ο Άντι, η Τζέσικα, ο Τζον, οι έφηβοι του τότε, πρόσωπα που μπαίνουν εμβόλιμα σε εναλλασσόμενα πλάνα από ζωές κοινές και χωριστές, διαψεύσεις και προσαρμογές. Και ο Κιθ, το άλλο μέλος της παρέας, ο αρχηγός της παρέας, κι ό,τι έχει απομείνει, μια γελαστή φωτογραφία, ένα τραγούδι από φωνή που σπάει από πόνο και συγκίνηση. Και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση μετατρέπεται σε δευτεροπρόσωπη.
Η Πέτσα, εύστοχα, αποστασιοποιημένα, ισορροπημένα, υπαινικτικά, χωρίς καταγγελτική διάθεση για την πολιτική της Θάτσερ και τη χειραγώγηση των ΜΜΕ, βάζει στο μεγάλο κάδρο έναν άνθρωπο μικρό, απλό, καταρρακωμένο από μια άδικη απώλεια και από τον αντίκτυπο των κοινωνικοπολιτικών γεγονότων της εποχής, που ονειρευόταν να γίνει κάτι και τελικά έγινε ο Κανένας, ένας άνθρωπος χωρίς ταυτότητα που συνέχισε ήσυχα κι αδιάφορα τη φαινομενικά επιτυχημένη ζωή του κουβαλώντας ένα διαρκές μετατραυματικό στρες κι ένα ενοχικό φορτίο τόνων στην καρδιά του. Προχώρησε με βήματα και πέλματα άνευρα, γιατί τα βήματά του πάγωσαν εκείνον τον Απρίλη του 1989, μέσα στο πλήθος, πλάι σε σώματα άψυχα, μπροστά στο σώμα του Κιθ, κάτω απ’ τον ήλιο, περιμένοντας να γίνουν όλα όπως πριν, να βγουν απ’ την κορνίζα του, να ζωντανέψουν.
Η Βασιλική Πέτσα ακολούθησε το νήμα της πληγής ώς την άκρη του. Με την πένα της εισχώρησε στις ίνες του και δημιούργησε ένα στέρεο, υποδειγματικής δομής, γλώσσας και συνεκτικότητας μυθιστόρημα χωρίς μελοδραματισμούς και εξάρσεις. Δημιούργησε έναν λογοτεχνικό φόρο τιμής στους άδικα νεκρούς παντού στον κόσμο, στο ανεπούλωτο τραύμα, στης μνήμης τη μαχαιριά, σε «ό,τι υπήρξε μια φορά» που «δεν γίνεται να πάψει να έχει υπάρξει».*
* Από το ποίημα «Παλιά καλοκαίρια», της Λένας Παππά
Διαβάστε επίσης:
Περί ανάγνωσης και βιβλίων: Το καθεστώς της απώλειας!
ΒΙΒΛΙΟ | topontiki.gr