Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης φαίνεται να έχει ανασταλεί λόγω των Τεμπών, με αποτέλεσμα να καθυστερεί ο προγραμματισμός για τις αλλαγές στη φορολογική πολιτική. Αν και οι δηλώσεις για ανατροπές στη φορολογική κλίμακα και το «κούρεμα» των τεκμηρίων διαβίωσης ακούγονται θετικά, ώστε να δοθεί ανάσα στα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, το πραγματικό ερώτημα είναι αν αυτές οι πολιτικές θα υλοποιηθούν ή αν θα παραμείνουν στα χαρτιά μπροστά στην ανάγκη για δημοσιονομική σταθερότητα.
Η επιδίωξη της κυβέρνησης να περιορίσει τη φοροδιαφυγή και να ενισχύσει τα δημόσια έσοδα κατά 2,5 δισ. ευρώ είναι θεωρητικά λογική και ενδεχομένως αναγκαία, όμως η πρακτική εφαρμογή αυτών των μέτρων φαίνεται να αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες. Ειδικότερα, οι υποσχέσεις για μείωση φόρων στη μεσαία τάξη και στις επιχειρήσεις ενδέχεται να αποδειχθούν ανεφάρμοστες, εφόσον δεν υπάρξουν επαρκή δεδομένα για την οικονομική ανθεκτικότητα και τη δημοσιονομική σταθερότητα.
Τα σενάρια για αλλαγές στη φορολογική κλίμακα θα τεθούν σε συζήτηση όταν υπάρξουν αξιόπιστες εκτιμήσεις για το δημοσιονομικό περιθώριο, το οποίο αναμένεται να καταστεί σαφές το καλοκαίρι. Μέχρι τότε, η κυβέρνηση θα έχει πλήρη εικόνα για την εκτέλεση του προϋπολογισμού και τα επιπλέον έσοδα που θα προκύψουν από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, η οποία το 2024 εκτιμάται ότι θα αποδώσει περίπου 2 δισ. ευρώ.
Μια από τις βασικές προτάσεις για τις φορολογικές αλλαγές περιλαμβάνει τη μείωση του φορολογικού συντελεστή για το κλιμάκιο εισοδήματος από 10.001 έως 20.000 ευρώ, το οποίο σήμερα επιβαρύνεται με 22%. Εάν ο συντελεστής μειωθεί στο 15%, αυτό θα οδηγούσε σε ετήσια αύξηση των αποδοχών κατά περίπου 600 ευρώ, ή 50 ευρώ μηνιαίως για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα με 14 μισθούς.
Ακόμη, εξετάζεται η τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας για να ελαφρυνθούν οι φορολογούμενοι με εισοδήματα μεταξύ 20.000 και 40.000 ευρώ, καθώς τα τελευταία χρόνια ο πληθωρισμός και η μη αναπροσαρμογή των κλιμακίων αύξησαν τα φορολογικά βάρη για τους μισθωτούς. Ενώ οι μισθοί τους αυξήθηκαν ονομαστικά, το πραγματικό τους διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε, καθώς οι φορολογούμενοι μεταφέρθηκαν σε υψηλότερα κλιμάκια, χωρίς ουσιαστική μείωση φόρων. Επιπλέον, η αλλαγή αυτή έρχεται να διορθώσει τις ελλείψεις που παρατηρήθηκαν το 2020, όταν οι φορολογικές αλλαγές ευνόησαν κυρίως τους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους, ενώ η ελάφρυνση για τους μισθωτούς ήταν αμελητέα.
Ένα ακόμη σενάριο αφορά την αύξηση του εισοδήματος πάνω από το οποίο θα εφαρμόζεται ο ανώτατος φορολογικός συντελεστής, ο οποίος σήμερα φτάνει το 44% για εισοδήματα άνω των 40.000 ευρώ. Ενώ ο συντελεστής 44% δεν θεωρείται ιδιαίτερα υψηλός σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το όριο των 40.000 ευρώ είναι σχετικά χαμηλό, με αποτέλεσμα να ενεργοποιείται για πολλούς φορολογούμενους με εισοδήματα που δεν συνάδουν με την κλίμακα του φόρου εισοδήματος στην Ευρώπη.
Όσον αφορά τα τεκμήρια διαβίωσης, εξετάζεται η μείωσή τους κατά 30% από το 2026, με στόχο τη σταδιακή κατάργησή τους τα επόμενα χρόνια. Αυτή η αλλαγή αποσκοπεί στην εξάλειψη στρεβλώσεων που προκαλούνται από τα τεκμήρια, προκειμένου να κατανεμηθούν πιο δίκαια τα φορολογικά βάρη και να ελαφρυνθούν τα νοικοκυριά.
Τέλος, υπάρχει το σενάριο για νέα μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 0,5% το 2026, ενώ παρά το γεγονός ότι η μείωση έχει εξαγγελθεί για το 2027, ενδέχεται να εφαρμοστεί νωρίτερα, εφόσον τα φορολογικά έσοδα το επιτρέψουν και η πορεία του προϋπολογισμού ευνοεί τη δυνατότητα αυτή.
Διαβάστε επίσης:
«Ψίχουλα» η επιδότηση ρεύματος για τον Μάρτιο – Στο… 1,5 λεπτό ανά κιλοβατώρα