Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν, κυρίως στη Νέα Δημοκρατία και δευτερευόντως στο ΠΑΣΟΚ, για τον πολιτικό τους προσανατολισμό και τους πολιτικούς και ιδεολογικούς χώρους στους οποίους πρέπει να δώσουν βάρος κατά τη μακρά αντιπαράθεσή τους μέχρι τις επόμενες εκλογές.
● Στη Ν.Δ. είναι εύκολο να διακρίνει κάποιος ότι πολλοί εκπρόσωποι της αποκαλούμενης Λαϊκής Δεξιάς είναι δυσαρεστημένοι με την επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη να εστιάζει διαρκώς στο Κέντρο και, είτε οργανωμένα είτε κατά μόνας, υπηρετούν τη ρητορική περί «δεξιάς στροφής» – η οποία θα σήμαινε αυτομάτως και την «αξιοποίηση» περισσότερων από αυτούς – με μια επιχειρηματολογία του είδους «έρχονται οι πασόκοι και μας παίρνουν τις δουλειές».
● Στο ΠΑΣΟΚ υπάρχει μια επίσης οργανωμένη τάση, με κύριο χαρακτηριστικό το ότι πρόσκειται πολιτικά κυρίως στον Γιώργο Παπανδρέου, η οποία πιστεύει ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης οφείλει να λοξοκοιτάζει προς τα αριστερά του, ώστε να υπηρετήσει μια στρατηγική συνεργασιών με άλλα κόμματα της ευρύτερης Κεντροαριστεράς, και θέλει μονομέτωπη σύγκρουση με τη Ν.Δ.
Πάντως και οι δύο αρχηγοί, που αναμένεται ότι θα κονταροχτυπηθούν το 2027 για τα κάλλη της εξουσίας, έχουν κάνει την επιλογή τους για σύγκρουση στα μαρμαρένια αλώνια του Κέντρου. Ο καθένας με το σκεπτικό του.
Επιμονή του Μητσοτάκη
Για τον Μητσοτάκη ουσιαστικά δεν τίθεται καν το δίλημμα «Δεξιά ή Κέντρο», καθώς πρόκειται για προσδιορισμούς που έχουν περισσότερο «χωροταξικό» χαρακτήρα.
Η πρόσφατη ιστορία – ιδιαίτερα από τη χρεοκοπία του 2010 και μετά – έχει δείξει ότι η πολιτική «χωροταξία» ορίζεται σχεδόν ολοκληρωτικά από τα κοινωνικά προβλήματα και την έντασή τους και όχι από τη δημιουργία νέων ελκυστικών πολιτικών προτύπων στα δεξιά της Ν.Δ. Τα προβλήματα αυτά – οικονομία, ακρίβεια, εργασία, ασφάλεια, μεταναστευτικό, εθνικά, Υγεία, Παιδεία κ.λπ. – είναι κοινά για όλους τους πολίτες, των οποίων η εκλογική συμπεριφορά ορίζεται από τον βαθμό επιτυχίας ή αποτυχίας των κυρίαρχων κομμάτων να δώσουν απαντήσεις.
Η κατά καιρούς αυξομείωση των κομμάτων δεξιά της Νέας Δημοκρατίας δεν σχετίζεται τόσο με την «ελκυστικότητά» τους όσο με την ικανότητα της Ν.Δ. να δίνει πειστικές απαντήσεις στις ολοένα αυξανόμενες κοινωνικές ανάγκες και απαιτήσεις. Η δε μεγάλη άνοδός τους μάλιστα δεν έχει συντρίψει το κυβερνών κόμμα, το οποίο συνεχίζει δημοσκοπικά να κινείται πέριξ του 30%.
Αυτό συμβαίνει, μεταξύ άλλων, επειδή η συνολική «πίτα» της Κεντροδεξιάς / Δεξιάς έχει αυξηθεί τόσο, ώστε στις εκλογές του 2023 να χτυπήσει ιστορικό υψηλό για την περίοδο της μεταπολίτευσης.
Η επιλογή του Μητσοτάκη να μην εγκαταλείψει το Κέντρο οφείλεται σε ένα ρεαλιστικό σκεπτικό:
● Αν το αφήσει στα χέρια του ΠΑΣΟΚ και του επιτρέψει να γίνει ένας πραγματικά ισχυρός αντίπαλος, τότε η δική του υποχώρηση πιθανότατα θα ενεργοποιήσει κεντρόφυγες δυνάμεις, οι οποίες θα ισχυροποιήσουν ακόμη περισσότερο τα κόμματα στα δεξιά της Ν.Δ.
● Αν η Ν.Δ. παραμείνει κυρίαρχη στο Κέντρο, τότε θα είναι ευκολότερο γι’ αυτήν να θέσει κυβερνητικού τύπου διλήμματα στο εκλογικό κοινό των δεξιότερων κομμάτων, τα οποία ούτως ή άλλως δεν προσφέρουν προοπτική διακυβέρνησης. Τους λείπει δηλαδή το κύριο συστατικό που γιγαντώνει ομοειδή κόμματα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Εν τέλει η Νέα Δημοκρατία θα κριθεί από την αποτελεσματικότητά της – και από τη δυνατότητα του ΠΑΣΟΚ να πείσει ότι είναι μια αξιόπιστη εναλλακτική – και όχι από το περισσότερο ή λιγότερο «δεξιό» πρόσημό της.
Μακριά από την Αριστερά…
Για τον Ανδρουλάκη τα πράγματα είναι επίσης ξεκάθαρα, καθώς το δίλημμα «Αριστερά ή Κέντρο» είναι επίσης ψευδές. Άλλωστε τα τελευταία χρόνια η Αριστερά μεγάλωσε εκμεταλλευόμενη τη συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ και όχι επειδή υπήρξε κάποια αριστερή στροφή της κοινωνίας. Μεγάλα τμήματα του Κέντρου ήταν αυτά που έκαναν κυβέρνηση τον ΣΥΡΙΖΑ και αυτά τον έστειλαν στην αντιπολίτευση και στα σημερινά του ποσοστά, εγκαταλείποντάς τον σταδιακά από το 2016 και ύστερα.
Επιπλέον η κατάσταση στα αριστερά του ΠΑΣΟΚ δεν διαφέρει πολύ από αυτήν στα δεξιά της Ν.Δ.: πολλά μικρά κόμματα, όλα κάτω από το 10% ή στα όρια της επιβίωσης, κάποια από τα οποία είτε δεν θα μπουν στη Βουλή είτε δεν προσφέρουν αξιόπιστη κυβερνητική προοπτική – κάποια εξ αυτών ούτε καν ως μικροί κυβερνητικοί εταίροι.
Επιπλέον η κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ – και εν συνεχεία η αντιπολιτευτική – ήταν η κύρια αιτία για την τεράστια μετατόπιση κεντρώων ψηφοφόρων απευθείας από αυτόν στη Ν.Δ. και τη δημιουργία μιας μεγάλης κεντροδεξιάς / δεξιάς πλειοψηφίας, ανάλογης μόνο με αυτήν του 1974. Συνεπώς το ΠΑΣΟΚ έχει κάθε λόγο:
● να απομακρυνθεί από κάθε είδους ταύτιση με την Αριστερά και
● να προβάλει έναν αυτόνομο πολιτικό και προγραμματικό λόγο, επιδιώκοντας να προσελκύσει κεντρώους πολίτες που έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ προς τη Ν.Δ. χωρίς να κάνουν ενδιάμεση «στάση» στο ΠΑΣΟΚ.
Για τον Ανδρουλάκη ισχύει εν πολλοίς ό,τι και για τον Μητσοτάκη:
● Αν κάνει αριστερή στροφή εγκαταλείποντας το Κέντρο, έχει σίγουρη την ήττα και την κατασπατάληση της μόνης ευκαιρίας που του έχει δοθεί την τελευταία δεκαετία να διεκδικήσει την εξουσία.
● Αν, από την άλλη, καταφέρει να κυριαρχήσει στο Κέντρο αποσπώντας ψηφοφόρους από τη Ν.Δ., τότε θα είναι ευκολότερο να θέσει διλήμματα διακυβέρνησης σε μεγάλο τμήμα των αριστερών ψηφοφόρων – ιδιαίτερα σε εκείνους που διατηρούν έντονα αντιδεξιά ανακλαστικά.
Συμπέρασμα: Ό,τι και να λένε οι διάφορες ομάδες ιδεολογικής / πολιτικής – και όχι μόνο… – πίεσης, Μητσοτάκης και Ανδρουλάκης έχουν αποφασίσει το πεδίο στο οποίο θα δώσουν τη μάχη τους. Και είναι δύσκολο να τους πει κάποιος ότι έχουν άδικο…
Διαβάστε επίσης:
Κασσελάκης: «Εθελοντική δωρεά από τράπεζες σε δημόσια αγαθά είναι ξέπλυμα ολιγοπωλιών»
ΠΟΛΙΤΙΚΗ | topontiki.gr