Τα… πατήματά της στις νέες, καταιγιστικές συνθήκες που διαμορφώνονται μετά την επιθετική πολιτική των ΗΠΑ όσον αφορά στο τέλος του πολέμου στην Ουκρανία αναζητά η Ελλάδα, η οποία διαπιστώνει ότι τα πράγματα αλλάζουν άρδην στην Ουάσινγκτον, μετά την αποχώρηση της κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν και την ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ.
Με τον πρόεδρο των ΗΠΑ να έχει καταστήσει απολύτως σαφές ότι πρώτα η Ουάσινγκτον και η Μόσχα θα ολοκληρώσουν την προπαρασκευή (και κατά πάσα πιθανότητα και πολλά περισσότερα…) για την έναρξη των ειρηνευτικών συνομιλιών και στη συνέχεια θα «μπουν στο παιχνίδι» Κίεβο και Βρυξέλλες, η Αθήνα επιχειρεί να δει προς τα πού πηγαίνουν τα πράγματα, αλλά και ποιο ρόλο θα έχει η Ευρώπη από τούδε και στο εξής, όσον αφορά στο Ουκρανικό ζήτημα.
Μια πρώτη ιδέα σχετικά με τη στάση της Ελλάδας έδωσε, μιλώντας στο Bloomberg, ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος δήλωσε ότι «προφανώς δεν μπορεί να υπάρξει λύση για την Ουκρανία χωρίς την εμπλοκή των Ουκρανών. Ασφαλώς, δεν μπορεί να υπάρξει καμία διευθέτηση για την ασφάλεια της Ευρώπης χωρίς την εμπλοκή και των Ευρωπαίων», προσθέτοντας ότι «η Ευρώπη πρέπει να έχει μια ενιαία φωνή. Και πρέπει να κάνουμε αυτό που προσδοκάται από εμάς προκειμένου να προσηλωθούμε στη δική μας ασφάλεια, όχι μόνο στην ασφάλεια της Ουκρανίας».
Από εκεί και πέρα, η Αθήνα, διά στόματος κυβερνητικού εκπροσώπου, Παύλου Μαρινάκη, είπε και το πρώτο «όχι», εμμέσως πλην σαφώς: η Ελλάδα στην παρούσα φάση δεν προτίθεται να στείλει στρατό στην Ουκρανία, που θα δρα ως δύναμη ασφάλειας της χώρας, σε περίπτωση που βρεθεί ειρηνευτική λύση για τη χώρα, δεδομένου ότι οι ΗΠΑ ξεκαθάρισαν ότι δεν σκοπεύουν να κάνουν κάτι τέτοιο. Μάλιστα, ο Π. Μαρινάκης τόνισε με νόημα ότι «η στάση της χώρας μας έχει φανεί μέχρι σήμερα, μια στάση υπέρ του αμυνόμενου, υπέρ του σεβασμού των αυτονόητων δικαιωμάτων του αμυνόμενου, αλλά σίγουρα είναι και μια στάση ισορροπημένη».
Αξίζει, δε, να σημειωθεί ότι, τόσο ο Π. Μαρινάκης, όσο και ο Κ. Μητσοτάκης υπογράμμισαν τη σημασία που θα έχει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που θα πραγματοποιηθεί το Μάρτιο, τόσο για να ξεκαθαρίσει – στο βαθμό που είναι εφικτό – η στάση των Ευρωπαίων για το Ουκρανικό, όσο και το ζήτημα της ευρωπαϊκής άμυνας, ιδίως μετά την πρόταση της προέδρου της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, για εφαρμογή ρήτρας διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες.
Μάλιστα, ο πρωθυπουργός σημείωσε με έμφαση στο Bloomberg ότι «αυτό που προσδοκώ να γίνει πραγματικότητα, στο επόμενο κιόλας Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, είναι η πρώτη παρέμβαση για την οποία μίλησα: χρειαζόμαστε περισσότερη δημοσιονομική ευελιξία. Όταν δαπανούμε περισσότερα για την άμυνα, οι αυξανόμενες δαπάνες δεν θα πρέπει να προσμετρώνται στον υπολογισμό του ελλείμματός μας βάσει των ευρωπαϊκών κανονισμών. Πρόκειται για απόφαση που, θεωρητικά, θα μπορούσαμε να λάβουμε ήδη στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου».
Η Ελλάδα, που ήδη ξοδεύει πάνω από το 3% του ΑΕΠ της σε αμυντικές δαπάνες επενδύει πάρα πολλά στη ρήτρα διαφυγής, αλλά και στην κοινή χρηματοδότηση για την ευρωπαϊκή άμυνα. Άλλωστε, ο Κ. Μητσοτάκης τόνισε ότι «χρειαζόμαστε έναν συνδυασμό εθνικής και ευρωπαϊκής χρηματοδότησης. Γνωρίζουμε ότι έχουμε σημαντικές ελλείψεις δυνατοτήτων στην αεράμυνα, στις στρατιωτικές μεταφορές. Αυτά είναι κενά που πρέπει να καλύψουμε», προφανώς προσδοκώντας σε ενδεχόμενη ανακατανομή πόρων του προϋπολογισμού της ΕΕ, ενώ άφησε να εννοηθεί ότι υπάρχει και συζήτηση για ευρω-ομόλογα, λέγοντας ότι «η συζήτηση για έναν κοινό ευρωπαϊκό μηχανισμό κοινού δανεισμού είναι σίγουρα στο τραπέζι και, επίσης, προσδοκώ να αποκτήσει πολύ γρήγορα δυναμική».
Βέβαια, με οκτώ χώρες της ΕΕ σε Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος, τη Γερμανία σε ύφεση, τη Γαλλία σε πολιτική αναταραχή και την Ευρώπη συνολικά σε περιβάλλον χαμηλής ανάπτυξης, μένει να φανεί τι απ’ όλα αυτά θα γίνει πραγματικότητα και τι θα πάει για αργότερα.
Διαβάστε επίσης:
Δημοσκόπηση Alco: «Άκυρο» ρίχνουν στην κυβέρνηση οι πολίτες, πανωλεθρία και για την αντιπολίτευση