Με το βλέμμα στραμμένο μέσα του, ο Έντουαρντ Άλμπι, γράφει τις «Τρεις ψηλές γυναίκες», ερευνώντας τον εαυτό του και παραμονεύοντας τις αντικρουόμενες διακυμάνσεις που καθορίζουν τα συναισθήματά του. Γιατί στο έργο του αυτές οι τρεις γυναίκες είναι μόνο μία, σε τρία στάδια της ζωής της: η θετή του μητέρα. Μια μητέρα που τον υιοθέτησε όταν ήταν δύο μόλις εβδομάδων, που δεν αποδέχτηκε τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, που τον αποκλήρωσε και δεν τον αγάπησε ποτέ. Έτσι ώστε να τον αναγκάσει να φύγει, σε ηλικία 16 ετών, μακριά από την πατρική στέγη.
Στην παράσταση του Μπομπ Γουίλσον μέσα σε ένα αχνό γαλάζιο τοπίο ξεπροβάλλουν τρεις γυναικείες μορφές (η Α, η Β και η Γ, όπως τις ονομάζει ο συγγραφέας), με ολόλευκα πρόσωπα, περίτεχνες περούκες και βαρύγδουπα φορέματα της βικτωριανής εποχής. Μοιάζουν με κουρδισμένες κούκλες που άλλοτε κινούνται με μικρά βηματάκια και άλλοτε μένουν άκαμπτες με βλέμματα υποθηκευμένα σε γεγονότα που ξεβράζει η μνήμη: ματαιωμένους έρωτες, απιστίες, πλούτη, στιγμές ανάτασης, συμβιβασμούς, απογοητεύσεις, μοναξιά. Και τώρα η φθορά του γήρατος, η αποδοχή του θανάτου.
Η δεσποτική και σκληρή Α, παρότι αφουγκράζεται το τέλος, δηλώνει 91 ετών ενώ είναι 92. Η 58χρονη Β είναι νοσοκόμα στην υπηρεσία της και η 26χρονη Γ είναι η δικηγόρος που επιμελείται τις υποθέσεις της.
Ο Άλμπι «κεντάει» με τη δυνατή, άλλοτε ειρωνική και άλλοτε συγκινησιακά φορτισμένη γραφή του τον χαρακτήρα της θετής μητέρας του και πώς αυτός μεταλλάχθηκε με την πάροδο του χρόνου. Τότε που, νέα ακόμη, πίστευε στην ευτυχία, ενώ αργότερα αναζητούσε αιτίες για τα όνειρα που είχαν διαψευστεί.
Αυτές οι τρεις περσόνες φλυαρούν με οικειότητα, συγκρούονται, εκμυστηρεύονται προσωπικές στιγμές της ζωής τους. Και μέσα από την αναπόλησή τους αναδύονται τα «σκάνδαλα» της ψυχής τους.
Ωστόσο ο Γουίλσον, αν και αφήνει – περισσότερο από κάθε άλλη φορά – ανέπαφο τον λόγο του κειμένου, στην ουσία το υποβιβάζει, καθώς προτεραιότητά του είναι να αναδείξει το γνωστό προσωπικό του ύφος. Προτείνει, λοιπόν, την πλήρη αφαίρεση, την «κατάργηση» του νατουραλισμού, την κυριαρχία του ρυθμού και των ήχων, τη μουσική (Θοδωρής Οικονόμου) που ενίοτε είναι καταιγιστική, τους μεθυστικούς φωτισμούς, τις μεταμορφώσεις, τη στυλιζαρισμένη κινησιολογία, την τέλεια γρασαρισμένη εικαστική γεωμετρία του.
Επιπλέον βασικό ρόλο στην παράστασή του παίζουν οι εκφράσεις του προσώπου, οι χειρονομίες, τα τιτιβίσματα μιας συνεχούς φλυαρίας και τα επαναλαμβανόμενα γέλια, που αιφνιδιάζουν τον φόβο του επικείμενου θανάτου.
Ο Γουίλσον φτιάχνει για άλλη μια φορά τον δικό του κόσμο, εντάσσοντας, όμως, στη δομή του τους ηθοποιούς του. Ωστόσο η σχεδόν «διακοσμητική» παρουσία του θετού γιού της Α (του Άλμπι δηλαδή), που ερμήνευσε ο Αλέξης Φουσέκης, ήταν περιττή.
Η Ρένη Πιττακή, η Καρυοφυλιά Καραμπέτη και η νεότερη Λουκία Μιχαλοπούλου ανταποκρίθηκαν με ακρίβεια στις δύσκολες επιταγές της σκηνοθεσίας και ταυτόχρονα σκιαγράφησαν εξαιρετικά τους χαρακτήρες των ηρωίδων τους.
Διαβάστε επίσης:
Τέχνες και πόλη: Η «Φαύστα» του Μποστ μέσα από τα μάτια του Τάσου Πυργιέρη
Ταινίες Πρώτης Προβολής: Μάριον Κοτιγιάρ, Κίλιαν Μέρφι και «Ο Νόμος του Μέρφυ» (Videos)
«Ο γυάλινος κόσμος» του Τενεσί Ουίλιαμς
ΠΟΝΤΙΚΙ ART | topontiki.gr