«Ξύπνησε και με ρώτησε αν την ακούω», λέει εκείνος. «Ξύπνησα και τον ρώτησα αν με ακούει», λέει εκείνη. «Η φωνή της χανόταν», λέει εκείνος. «Η φωνή μου χανόταν», λέει εκείνη.
Ένα ζευγάρι σε μια οριακή περίοδο της ζωής του. Εκφωνεί, σχεδόν ταυτόχρονα, παράλληλους μονολόγους, που οι λέξεις τους γεμίζουν ρωγμές άγχους, αγωνίας, φόβου και πόνου. Μ’ αυτό τον «μουσικό» (θα έλεγε κανείς) τρόπο ο Τιάγκο Ροντρίγκες (σε συνεργασία με την Αργυρώ Χιώτη) μας εισάγει στην ιστορία του.
Ο «Χορός των εραστών», το πρώτο θεατρικό έργο του Πορτογάλου σκηνοθέτη, θεατρικού συγγραφέα και διευθυντή του Φεστιβάλ της Αβινιόν στη Γαλλία, είναι, εξάλλου, χωρισμένο σε τέσσερις ενότητες που ονομάζονται «τραγούδια». Στα πρώτα τρία (που γράφτηκαν το 2006) σκιαγραφεί τη ζωή και τα αισθήματα δυο ανθρώπων, ξεκινώντας από τη στιγμή που αντιμετωπίζουν με δέος τον πιθανό θάνατο εκείνης.
Όλα συμβαίνουν ξαφνικά, καθώς λίγο πριν έβλεπαν αμέριμνα το «Scarface» με τον Αλ Πατσίνο στην τηλεόραση. Έπειτα ακολουθεί το στρίγκλισμα του ασθενοφόρου, η αγριάδα του νοσοκομείου, η εκκολαπτόμενη απειλή για την έκβαση της απρόσμενης αυτής κατάστασης. Ωστόσο το σοκ λειτουργεί ταυτόχρονα ως καταλύτης για τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας του «χαμένου χρόνου» που διέπει την καθημερινότητά τους.
Και όταν (στο τέταρτο «τραγούδι» που γράφτηκε το 2020) η ζωή νικά τον θάνατο, το ζευγάρι συνεχίζει για σαράντα χρόνια την επίγεια κοινή πορεία του – επανεξετάζοντας τη σχέση του με τη σπατάλη του χρόνου και το εφήμερο της ύπαρξης – μέχρι το μοιραίο τέλος. Αλλά και μετά από αυτό. Αφού για τον Ροντρίγκες ο θάνατος δεν σημαίνει και τον θάνατο της αγάπης.
Της αγάπης που, όπως πιστεύει ο ίδιος, «είναι και πολιτικό γεγονός, αν σκεφτούμε ότι δεν έχει να κάνει με την εκμηδένιση του άλλου, αλλά με το άθροισμα της δικής του οπτικής στη δική σου, με το να βλέπεις τον κόσμο διαφορετικά, με το να αισθάνεσαι τον κόσμο μέσα από τις αισθήσεις του».
Κατ’ επέκταση το αυτοβιογραφικό κείμενό του, έχοντας ως αφορμή τόσο την εξέλιξη της σχέσης ενός ανώνυμου ζευγαριού όσο και τα απρόβλεπτα γεγονότα που καθορίζουν τη ζωή του, παίρνει οικουμενικές διαστάσεις. Παρόλο, όμως, τον ποιητικό του πυρήνα, σκοντάφτει σε τετριμμένες, ηθικοπλαστικές απόψεις που αποδυναμώνουν τις αρετές του.
Ευτυχώς που το ερμήνευσαν δύο άξιοι ηθοποιοί.
Μέσα σε μια άδεια σκηνή βυθισμένη στο χώμα, έχοντας μόνο ένα τραπέζι και δύο καρέκλες (Μάγκντα Μπιζάρο), ο Νίκος Καραθάνος και η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, εξαιρετικά συντονισμένοι, με καίριες ανεπαίσθητες κινήσεις, αμεσότητα και συναισθηματική ταύτιση, χωνεύοντας τις νίκες και τις ήττες των ηρώων τους, έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους.
Διαβάστε επίσης:
ΠΟΝΤΙΚΙ ART | topontiki.gr