1. Δεν είναι γνωστή η κατανομή του πληθυσμού ανά κοινωνική τάξη στην αρχαία Αθήνα, λόγω έλλειψης στοιχείων. Στα επόμενα γίνεται μια προσέγγιση.
Ο πληθυσμός της Αθήνας μεταξύ 580 έως 490 υπολογιζόταν σε 20.000 πολίτες. Με βάση τους φόρους και τις λειτουργίες (τριηραρχία κ.λπ.) εκτιμήθηκε η ακόλουθη κατανομή, η οποία δεν θα διέφερε δραματικά από την εποχή που ο Σόλων προχώρησε (το 594-592) στη μεταρρύθμιση. Όπως δείχνεται στον Πίνακα 1, η τάξη των πεντακοσιομέδιμνων1 προσεγγίστηκε μεταξύ 2% – 4% του πληθυσμού.
Ήταν η τάξη από την οποία προέρχονταν οι επώνυμοι άρχοντες και η οποία ήταν η μόνη που είχε πολιτικά δικαιώματα πριν από τον Σόλωνα. Σε αυτήν εντοπίζονται τα ιστορικά γένη των Αθηναίων, που απάρτιζαν την αριστοκρατία. Οι τριακοσιομέδιμνοι ή ιππείς ήσαν 10% – 15% (2.500 άτομα), ενώ η τρίτη τάξη, οι ζευγίτες ή διακοσιομέδιμνοι, αποτελούσαν την πλειονότητα του αθηναϊκού πληθυσμού, ο αριθμός των οποίων ξεπερνούσε τις 10.000 (50% – 55% του συνόλου).
Πίνακας 1
Κοινωνικές τάξεις στην Αθήνα μεταξύ 590 και 490 (6ος και 5ος αιώνας)
ΤάξειςΠλήθοςΔιάρθρωση %Μέσος όροςΠεντακοσιομέδιμνοι6002-43%Τριακοσιομέδιμνοι2.50010-1512,5%Διακοσιομέδιμνοι10.50050-5552,5%Θήτες6.40028-3432%
Πηγή: Εκτιμήσεις
Το 68%, δηλαδή 13.600, ήταν οι πολίτες – οπλίτες, οι οποίοι μπορούσαν να φέρουν όπλα στη μάχη του Μαραθώνος. Εάν υπολογίσουμε τους υπερήλικους, αυτούς που ήταν ανήμποροι και μία μικρή φρουρά, που προφανώς έμεινε στην πόλη, προκύπτει ότι 10.000 ήταν το πλήθος που μπορούσε να εκστρατεύσει.
Η συντηρητική δημοκρατία, η οποία στηριζόταν στην ιδιοκτησία κυρίως των γαιών, που θαύμαζαν ο Αισχύλος και ο Αριστοφάνης, συγκροτούνταν από τις τρεις πρώτες τάξεις, στις οποίες έδωσε ο Σόλων δικαιώματα εκλέγειν και εκλέγεσθαι.
Οι θήτες ή ψιλοί, η τετάρτη τάξη, είχαν μεν δικαίωμα στο εκλέγειν, όχι όμως στο να λαμβάνουν αξιώματα. Αποτελούσαν το 32% περίπου του συνόλου των πολιτών, αριθμώντας περίπου 6.500 άτομα. Δεν μπορούσαν να φέρουν οπλισμό, αφού δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν πανοπλία και τα περισσότερα εν γένει από τα εκηβόλα ή αγχέμαχα όπλα. Από αυτούς, προφανώς λόγω ηλικίας, συνθηκών διαβίωσης κ.λπ., από 1.500 έως 2.000 άτομα, τουλάχιστον, ήσαν ανήμποροι για επιστράτευση. Λίγοι παραπάνω θα παρέμειναν πίσω στην πόλη ως βοηθητικό προσωπικό ή στη φύλαξη των πλοίων, ενώ οι υπόλοιποι 2.000 θεωρήθηκαν αξιόμαχοι και πιθανώς παρευρέθηκαν στη μάχη του Μαραθώνος ως στρατός υποστήριξης· άτομα δηλαδή που φύλαγαν το στρατόπεδο, έκαναν δευτερεύουσες εργασίες (μεταφορές σιτηρεσίου, μηνυμάτων κ.λπ.) ή πολέμησαν ως σφενδονιστές, τοξοβόλοι. Σε κάθε περίπτωση ήσαν πολίτες που δεν συμμετείχαν στη φάλαγγα των οπλιτών.2
2. Ο πληθυσμός το έτος 430 στην Αθήνα θα πρέπει να πλησιάζει τους 40.000 πολίτες, εάν και ορισμένες πηγές υπερβάλλοντας τον εκτιμούν σε 50.000.
Εάν στους 40.000 ενηλίκους άνδρες προστεθούν και οι γυναίκες σε μια αναλογία 47 προς 53 (στη σύγχρονη εποχή η αναλογία είναι 48/52, αλλά στην Αρχαιότητα, λόγω μεγαλύτερης θνητότητας των ανδρών από τις κακουχίες και τις συγκρούσεις, η απόκλιση ήταν ελαφρώς μεγαλύτερη), τότε ο συνολικός ενήλικος πληθυσμός της Αθήνας ανερχόταν σε 85.000 άτομα. Εφ’ όσον ληφθούν υπόψη τα παιδιά και οι έφηβοι, τότε το σύνολο άγγιζε τα 115.000 – 120.000 άτομα. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και 70.000 έως 80.000 μέτοικοι.
Συνεπώς, στην Αττική ζούσαν 190.000 έως 200.000 ελεύθεροι άνθρωποι. Εάν συνυπολογισθούν και οι 120.000 – 150.000 δούλοι, τότε το πλήθος των κατοίκων προσέγγιζε τις 350.000 ψυχές. Με ακραίους υπολογισμούς μπορεί να εκτιμηθούν σε 400.000, αν και ορισμένες πηγές τους ανεβάζουν σε μισό εκατομμύριο.
Φαίνεται αδύνατον, ή έστω εξαιρετικά δύσκολο, να υπερέβαινε ο πληθυσμός τις 400.000. Η Αττική, χωρίς ποτάμια, επαρκές νερό, με πετρώδη και ημιάγονα, κατά το μεγαλύτερο μέρος, εδάφη, τα οποία ταλαιπωρούνταν από δυνατούς ανέμους και έλλειψη βροχής, συχνά από υπερβολική ζέστη κατά τους άνυδρους θερινούς μήνες ή και μεγάλο μέρος του φθινοπώρου, αδυνατούσε να διαθρέψει τόσο κόσμο. Συχνά ο παραγόμενος σίτος έφθανε για το τέταρτο των αναγκών, εξ ου και η ανάπτυξη του εμπορίου και τα διαρκή μέτρα, που ελάμβανε η πολιτεία για την αντιμετώπιση της σιτοδείας (σήμερα μόνο σε περιόδους ολοκληρωτικού πολέμου επιβάλλονται ανάλογα).
Στον Πίνακα 2 αποτυπώνεται η εικόνα των κοινωνικών τάξεων κατά τον 6ο και κυρίως 5ο αιώνα.
Πίνακας 2
Κοινωνική δομή της Αθήνας κατά τον 5ο αιώνα
Κατώτεροι (Humiliores)Ακτήμονες, άποροιΧρησιμοποιούνταν στα δημόσια έργα προσφέροντας μισθωτή εργασία. Στην πλειονότητά τους απαίδευτοι. Το 75% – 80% των απασχολουμένων στην οικοδόμηση της Ακρόπολης κ.λπ. προέρχονταν από την τάξη αυτή (οι υπόλοιποι ήταν δούλοι). Στον 4ο αιώνα ο Εύβουλος θα καθιερώσει τα θεωρικά προκειμένου, μέσω του θεάτρου, να τύχουν κάποιας παιδείας.Μικροαγρότες, μικροβιοτέχνες, μικροέμποροι,Συγκροτούσαν την κυρίως τάξη των θητών. Εκτός της εργασίας τους χρησιμοποιούν έως δύο δούλους.3 Μετά τον Θεμιστοκλή θα κυριαρχούν από κοινού με τους άπορους στη συνέλευση του δήμου. Το πολίτευμα από τους συντηρητικούς (Πλάτων, Αριστοτέλης κ.λπ.) θα ονομάζεται οχλοκρατία. Ο Ξενοφών και οι λακωνίζοντες θα στρέφονται προς τη Σπάρτη.Μεσαία τάξηΜέσοι: Αγρότες, βιοτέχνες, έμποροι, ναυτικοίΑπασχολούν 3-10 δούλους και ενίοτε τους άπορους, ιδιαίτερα σε εποχικές εργασίες. Συντίθενται κατά το μεγαλύτερο μέρος από την τρίτη τάξη, τους ζευγίτες ή διακοσιομέδιμνους. Ωστόσο μεγάλο μέρος της τάξης αυτής, με ετήσια εισοδήματα κάτω των 3.000 δραχμών, προέρχονται από τον «δευτερογενή και τριτογενή τομέα», δηλαδή βιοτεχνία, εμπόριο και τα συναφή.ΑνώτεροιΜεγάλοι: Γαιοκτήμονες, έμποροι βιοτέχνες, εφοπλιστές. τραπεζίτεςΣτην τάξη αυτή βρίσκει κάποιος τους τριακοσιομέδιμνους, με αριθμό δούλων άνω των δέκα. Οι περισσότεροι στρατηγοί και οι κατέχοντες τα υψηλότερα αξιώματα προέρχονται από την τάξη αυτή. Κατ’ ουσίαν ελέγχουν τη διοίκηση και το εμπόριο. Λειτουργούν εξισορροπητικά στο πολίτευμα άλλοτε γέρνοντας προς το ενδιάμεσο τμήμα της μεσαίας τάξης, με το οποίο συνήθως συμμαχούν (για να αντιμετωπίσουν τους κατώτερους), άλλοτε προς την ανώτατη τάξη, τους πολύ πλουσίους.ΑνώτατοιΤα γένη: Οι αριστοκράτες και οι πολύ πλούσιοιΣυντίθεται από τους πεντακοσιομέδιμνους4 (τα αρχαία γένη, οι παλαιοί επώνυμοι άρχοντες, τα μέλη του Αρείου Πάγου). Μετά τα μέσα του 6ου αιώνα, αλλά με ταχύτερο ρυθμό στον 5ο περιλαμβάνονται οι εισαγωγείς, οι βιοτέχνες, οι ενοικιαστές λατομείων, οι μεγαλοτραπεζίτες κ.λπ. Με ετήσια εισοδήματα τρία ή τέσσερα τάλαντα ετησίως.
Πηγή: Εκτιμήσεις
Έτσι, με βάση τα συνολικά μεγέθη, η εικόνα για την κοινωνική κατάσταση που εμφανιζόταν για την Αθήνα του 430 ήταν η ακόλουθη:
Πίνακας 3
Κατανομή πληθυσμού στην Αθήνα το 430
ΤάξειςΠλήθος*Μέτοικοι*Σύνολο%Πεντακοσιομέδιμνοι2.900–2.9001,5Τριακοσιομέδιμνοι18.90032.00050.90025,4Διακοσιομέδιμνοι44.00044.000103.20051,6Θήτες39.1004.00043.10021,5Σύνολο85.00080.000200.100100,0
* Περιλαμβάνονται άνδρες, γυναίκες, παιδιά
3. Μετά τα Μηδικά οι Αθηναίοι στράφηκαν εντονότερα προς τη θάλασσα και το μεγαλύτερο μέρος των προσόδων προερχόταν από τη βιοτεχνία και το εμπόριο. Η αποτύπωση του πλούτου έμμεσα μόνο μπορεί να γίνει, εξαιτίας μιας πληθώρας λόγων που καθιστούν δύσκολη την εκτίμηση. Τέτοιοι ήταν η ραγδαία αύξηση του εμπορίου, αφού η Αθήνα κατέστη το κέντρο της ανατολικής Μεσογείου, του αριθμού των μετοίκων, πολλοί εκ των οποίων διέθεταν σημαντικά κεφάλαια, των τραπεζιτών, που χρηματοδοτούσαν την όλη κίνηση και ειδικά το διεθνές εμπόριο, του πληθωρισμού.
Στην εποχή του Σόλωνος ένας μέδιμνος κόστιζε μία δραχμή, το 410 δύο δραχμές, το 300 πέντε δραχμές. Ένα πρόβατο το 590 κόστιζε μία δραχμή ενώ το 410 δέκα και λίγο αργότερα είκοσι.
Ένας τεχνίτης περί το 410 αμειβόταν με μία δραχμή (αλλά το 320 με 2,5 λόγω πληθωρισμού), ένας ανειδίκευτος εργάτης με τρεις ή τέσσερις οβολούς. Αυτό σήμαινε ότι το ακαθάριστο εισόδημα του τεχνίτη, εκτός ειδικών συνθηκών, ανερχόταν μεταξύ 150 έως 200 δραχμών (αφού δεν προσέφερε καθημερινή εργασία), τουτέστιν στην καλυτέρα των περιπτώσεων είχε εισοδήματα του ημίσεος ενός ζευγίτη (διακοσιομέδιμνου), αφού ο μέδιμνος εκείνη την περίοδο στοίχιζε δύο δραχμές. Οι εργάτες, προφανώς, ανήκαν στην κατηγορία των θητών. Επίσης η πλειονότητα των μετοίκων, οι οποίοι πλήρωναν το μετοίκιο (μια δραχμή τον μήνα για τους άρρενες, μισή για τις γυναίκες που εργάζονταν), ανήκε στους διακοσιομέδιμνους, λιγότεροι στους τριακοσιομέδιμνους (έμποροι, τραπεζίτες, ναυτικοί κ.λπ.).
Μετά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου η κατάσταση διαφοροποιήθηκε. Οι εισαγωγές των σιτηρών περί το 360 / 340 αποτελούσαν τα 8/10 της κατανάλωσης.
Σύμφωνα με τον Πίνακα 4, η μεσαία τάξη (65% – 70%) συντίθετο από τρία στρώματα.5 Το κατώτερο (45% – 50%) συγκροτείτο από μικροεπιχειρηματίες και μικροαγρότες με εισόδημα κάτω των 2.000 δραχμών ετησίως (συνήθως 1.000-1.500), το ενδιάμεσο (35% – 40%), στο οποίο έβρισκε κάποιος μεσαίους εμπόρους και πλούσιους ζευγίτες με εισόδημα κάτω των 2.500 δραχμών, και το ανώτερο 12% – 15% με εισόδημα 3.000 έως 4.000 δραχμών· ενίοτε λίγο κάτω από ένα τάλαντο.
Πίνακας 4
Κατανομή πληθυσμού στην Αθήνα κατά τον 4ο αιώνα (το 350)
Τα δύο πρώτα στρώματα της μεσαίας τάξης αποτελούσαν, παρά τους κλυδωνισμούς, το έρμα για τη διατήρηση του δημοκρατικού καθεστώτος. Οι ανώτεροι (τα παλιά γένη και λίγοι νεόπλουτοι), 1% – 3%, με τη βοήθεια του υψηλότερου τμήματος της μεσαίας τάξης αριθμούσαν το 11,3% του συνολικού πληθυσμού και απάρτιζαν το ολιγαρχικό κόμμα κατά το μεγαλύτερό του μέρος. Συγκρίνοντας τα ανωτέρω δεδομένα με αυτά της Δύσης στην περίοδο 1950-2000,6 οι διαφορές είναι μικρές. Χάρις στο κράτος πρόνοιας το ποσοστό των φτωχών ήταν χαμηλότερο στη Δύση. Εντούτοις, η σταδιακή κατάρρευσή του μετά το 1990 οδηγεί περί το 2030/40 στην ίδια εικόνα που αποτύπωνε η δομή της αρχαίας Αθήνας στο τέλος του 4ου αιώνος.
4. Κοινωνικές τάξεις και πολιτικές εξελίξεις
Στον Πίνακα 5 παρουσιάζεται μια εκτίμηση για την κατανομή του εισοδήματος το 490 στην Αθήνα.
Πίνακας 5
Κατανομή του εισοδήματος μεταξύ των τάξεων
ΤάξειςΕισοδήματαΣίτοςΚτηνοτροφία, έλαιο, οίνος, εμπόριοΜερικό σύνολοΣυνολικό. Περιλαμβάνονται πρόσοδοι από άλλες πηγές(1)(2)(3) = (1)+(2)(4)Πεντακοσιομέδιμνοι210.000200.000410.000550.000Τριακοσιομέδιμνοι220.000150.000370.000420.000Διακοσιομέδιμνοι600.00050.000650.000650.000Θήτες320.000–320.000320.000Σύνολο1.350.000400.0001.750.0001.940.000
Πηγή: Εκτιμήσεις
Επομένως το 490 τα εισοδήματα αντιστοιχούσαν σε 1.940.000 δραχμές ή 323 τάλαντα. Το 400 το εισόδημα ανήλθε σε 12.000 τάλαντα. Εάν αφαιρεθεί ο πληθωρισμός, τότε σε πραγματικές τιμές το εισόδημα του 400 ήταν περίπου 5.500 τάλαντα, ήτοι πολλαπλασιάστηκαν τα εισοδήματα σε έναν αιώνα περίπου 17 φορές. Τα εισοδήματα αυτά προέκυψαν, κατ’ εκτίμηση:
● 300.000 από κτηνοτροφία (βόες, πρόβατα κ.λπ.).
● 350.000 από σίτο.
● 300.000 από έλαιο (η τιμή του ήταν μεγαλύτερη του σίτου, συχνά και 2,5 φορές).
● 150.000 από οίνο (η τιμή του ήταν μεγαλύτερη του σίτου).
● 450.000 από εμπόριο.
● 350-400.000 από μεταλλεία, πωλήσεις δούλων, εκμετάλλευση αποικιών κ.λπ.7
Παραπομπές
1. Ένας μέδιμνος κόστιζε εκείνη την περίοδο μία δραχμή (όσο ένα πρόβατο), η οποία αντιστοιχούσε σε έξι οβολούς. Εκατό δραχμές ισοδυναμούσαν με μία μνα, 60 μναι ισούνταν με ένα τάλαντο, άρα ένα τάλαντο ήταν 6.000 δραχμές.
2. Στη ναυμαχία της Σαλαμίνος, σύμφωνα με τον Κτησία, τα αθηναϊκά σκάφη ανέρχονταν σε 110 (ο Ηρόδοτος ομιλεί για 180). Προφανώς δεν διέθεταν πληρότητα τα πλοία, αφού απαιτούνταν 22.000 στρατιώτες ή, αν ληφθεί υπόψη ο Ηρόδοτος, 36.000, τους οποίους, όπως δείχθηκε, δεν διέθετε η Αθήνα. Θα πρέπει να χρησιμοποιήθηκαν μαζί με τους θήτες και μέτοικοι ως κωπηλάτες. Παρ’ όλα αυτά, το σύνολο των ερετών δεν θα υπερέβαινε τις 14.000 έως 15.000, μολονότι θα πρέπει να επιστρατεύτηκε όλη η τάξη των διακοσιομέδιμνων. Επιπλέον, θα πρέπει να ενισχύονταν με 3.000 έως 4.000 στρατιώτες, οι περισσότεροι των οποίων προέρχονταν από την τάξη των τριακοσιομέδιμνων. (Στα 200 άτομα που αποτελούσαν το πλήρωμα μιας τριήρους, εκτός των 170 ερετών, οι τριάντα ήταν αξιωματικοί, στρατιώτες κ.λπ. Ο τριήραρχος, που κάλυπτε τα έξοδα, προερχόταν από τους πεντακοσιομέδιμνους).
3. Η τιμή ενός δούλου κυμαινόταν τον 5ο αιώνα μεταξύ 150 και 200 δραχμών· ωστόσο συχνά υπήρχαν σημαντικές αποκλίσεις. Η ενοικίαση δούλου συνήθως στοίχιζε έναν ή δύο οβολούς (τον 4ο αιώνα είχε ανέλθει στη 1,5 δραχμή).
4. Ο Αττικός μέδιμνος περιελάμβανε 52 και αργότερα 59 λίτρα ξηρού (συνήθως σίτου) ή σπανιότερα υγρού φορτίου. Επομένως οι πεντακοσιομέδιμνοι είχαν τουλάχιστον 27,5 κυβικά μέτρα σίτου, οι τριακοσιομέδιμνοι 16,5 τουλάχιστον και οι διακοσιομέδιμνοι 11 κυβικά μέτρα (ο μέδιμνος υπολογίστηκε κατά μέσον όρο σε 55,5 λίτρα).
5. Σε απόλυτους αριθμούς η σύνθεση ήταν η ακόλουθη:
6. Πηγή: Παπαηλίας, Θ. (2021), Εισηγήσεις στη Δημόσια Διακυβέρνηση, Αθήνα: Unibooks.
7. Ο Μιλτιάδης, όταν έφυγε από τη Χερσόνησο όπου ήταν τύραννος, φόρτωσε τα πλούτη του (λάφυρα) σε πέντε πλοία.
Διαβάστε επίσης:
Αλέξανδρος Κουμουνδούρος: ένας… κατά συρροή πρωθυπουργός!
ΕΛΛΑΔΑ | topontiki.gr