Η Ελλάδα έχει αποκτήσει την επενδυτική αξιολόγηση από όλους τους διεθνείς οίκους, εκτός από έναν: την Moody’s, η οποία για μία ακόμη φορά αρνήθηκε να δώσει στη χώρα επενδυτική βαθμολογία, αν και αναβάθμισε τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας (outlook) σε θετικές από σταθερές. Διατήρησε το αξιόχρεο στο Ba1.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όλοι οι υπόλοιποι οίκοι – S&P, Fitch, DBRS και Scope – έχουν προχωρήσει σε αυτή την αναβάθμιση κατά το β’ εξάμηνο του 2023. Στην ανάλυσή της, η Moody’s ναι μεν αναφέρεται θετικά στην πρόοδο που έχει κάνει η ελληνική οικονομία, αλλά σε όλες τις αναφορές υπάρχει ένα «αλλά», το οποίο αποτελεί τον ανασταλτικό παράγοντα για την απονομή της επενδυτικής βαθμολογίας. Ωστόσο, η Moody’s αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να δοθεί η επενδυτική βαθμολογία στην επόμενη αξιολόγηση, που είναι προγραμματισμένη για την Άνοιξη, εστιάζοντας κυρίως στην καλή πορεία των τραπεζών.
Σύμφωνα με τη Moody’s, η αλλαγή των προοπτικών σε θετικές αντανακλά την αυξημένη πιθανότητα βιώσιμης ενίσχυσης της ευρωστίας του τραπεζικού τομέα, γεγονός που μειώνει τους κινδύνους για το δημόσιο χρέος. Επιπλέον, αν η οικονομική ανάπτυξη και οι δημοσιονομικές επιδόσεις ξεπεράσουν τις προσδοκίες, η δημοσιονομική ισχύς της Ελλάδας μπορεί να βελτιωθεί ταχύτερα από το αναμενόμενο.
Η επιβεβαίωση της αξιολόγησης Ba1 για την Ελλάδα αντικατοπτρίζει τις σημαντικές βελτιώσεις των τελευταίων ετών, ιδιαίτερα όσον αφορά την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και τη δημοσιονομική εξυγίανση. Ωστόσο, οι βελτιώσεις αυτές εξισορροπούνται από τις συνεχιζόμενες προκλήσεις σε τομείς όπως η αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης, η μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και το υψηλό δημόσιο χρέος.
Σημαντική Βελτίωση των Τραπεζών
Η Moody’s επισημαίνει ότι η υγεία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, με τις ελληνικές τράπεζες να πλησιάζουν τον μέσο όρο της ΕΕ σε πολλούς χρηματοοικονομικούς δείκτες. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EBA) για το πρώτο τρίμηνο του 2024, οι δείκτες κεφαλαιοποίησης πλησιάζουν τον μέσο όρο της ΕΕ, με τον δείκτη CET-1 για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα να ανέρχεται στο 15,5%, έναντι 16% για τον μέσο όρο της ΕΕ. Η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών είναι ισχυρότερη, με τον χαμηλότερο δείκτη κόστους-εσόδων στην ΕΕ.
Αν και ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) παραμένει υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, υπάρχει θετική προοπτική να πλησιάσει το 1,9% του μέσου όρου της ΕΕ τα επόμενα ένα ή δύο χρόνια. Η μείωση του δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων αναμένεται να ενισχυθεί με την αύξηση του προγράμματος «Ηρακλής» κατά 1 δισ. ευρώ, από τα αρχικά 2 δισ. ευρώ.
Τα θετικά σημάδια για τη μείωση των κινδύνων ενδεχόμενων υποχρεώσεων του κράτους φαίνονται και από την πώληση της συμμετοχής του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) στην Τράπεζα Πειραιώς τον Μάρτιο του 2024 και τα σχέδια για πώληση του μεγαλύτερου μέρους της συμμετοχής του στην Εθνική Τράπεζα έως το τέλος του έτους.
Δημοσιονομική Σύνεση
Η ελληνική κυβέρνηση έχει δείξει ισχυρή δέσμευση στη δημοσιονομική πειθαρχία και έχει εφαρμόσει μια σειρά μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει τη φορολογική βάση τα τελευταία χρόνια. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις μπορούν να οδηγήσουν σε υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα και ταχύτερη μείωση του δημόσιου χρέους σε σχέση με τις τρέχουσες προβλέψεις.
Οι μεταρρυθμίσεις που αφορούν τα έσοδα, είτε έχουν ολοκληρωθεί είτε βρίσκονται σε εξέλιξη, στοχεύουν στη βελτίωση της είσπραξης των φόρων και στη μείωση της φοροδιαφυγής, ειδικά στους τομείς του φόρου εισοδήματος και του ΦΠΑ. Μέτρα όπως η ψηφιοποίηση στην ΑΑΔΕ, η ηλεκτρονική τιμολόγηση και η υποβολή στοιχείων σε πραγματικό χρόνο από τα σημεία πώλησης ενισχύουν αυτή τη διαδικασία.
Στο επτάμηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2024, ο κρατικός προϋπολογισμός εμφάνισε σημαντική αύξηση στα έσοδα, κυρίως από τους φόρους εισοδήματος και τον ΦΠΑ, υποδεικνύοντας την αποτελεσματικότητα των πρόσφατων φορολογικών μεταρρυθμίσεων. Το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης σε ταμειακή βάση έφτασε τα 5,2 δισ. ευρώ (2,2% του ΑΕΠ), από 3,7 δισ. ευρώ (1,7% του ΑΕΠ) την αντίστοιχη περίοδο του 2023, με τα έσοδα να αυξάνονται ταχύτερα από τις δαπάνες.
Προβλέπεται δημοσιονομικό έλλειμμα περίπου 1% του ΑΕΠ για τη γενική κυβέρνηση την περίοδο 2024-2026, βελτίωση σε σχέση με το έλλειμμα 1,6% του ΑΕΠ το 2023. Αναμένονται επίσης πρωτογενή πλεονάσματα 2,2% του ΑΕΠ για την ίδια περίοδο, υπερβαίνοντας τους στόχους που ορίζονται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας της Ελλάδας. Επί του παρόντος, αναμένεται το δημόσιο χρέος να μειωθεί κάτω από το 150% του ΑΕΠ έως το 2025 και κάτω από το 140% έως το 2027.
Σχολιάζοντας την εξέλιξη αυτή, ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης εκφράζει ικανοποίηση, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του κυρίως στο θετικό outlook και αγνοώντας το γεγονός ότι η Moody’s επιμένει και δεν δίνει για μία ακόμη φορά επενδυτική βαθμολογία στην Ελλάδα Ο υπουργός αναφέρει, μεταξύ άλλων, «η αξιολόγηση της Moody’s αποτελεί μια ακόμη απάντηση σε όσους επιμένουν σε μηδενιστική κριτική για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Πολιτική την οποία η κυβέρνηση θα συνεχίσει με ταχύτερους ρυθμούς, όχι μόνο γιατί αναγνωρίζεται στο εξωτερικό αλλά κυρίως επειδή οι πολίτες διαπιστώνουν καθημερινά τα θετικά της αποτελέσματα στην ανάπτυξη, τα εισοδήματα, τη μείωση της ανεργίας και τη δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών».
Διαβάστε επίσης:
Moody’s: Δεν έδωσε την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα – Πανηγυρίζει για το outlook η κυβέρνηση
ΑΑΔΕ: E-mail σε 50.000 επιχειρήσεις για την υποχρέωση διασύνδεσης POS – ταμειακών συστημάτων
Παράταση ως τις 20 Σεπτεμβρίου για την Παρέμβαση ΙΙ του «Ερευνώ – Καινοτομώ»
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ | topontiki.gr