Ήταν περίπου στο μέσο της καθιερωμένης συνέντευξής του στο πλαίσιο της ΔΕΘ, όταν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ερωτηθείς για την κατάσταση που επικρατεί στην αντιπολίτευση, σημείωσε χαρακτηριστικά ότι «είναι πάντα καλό για την ισορροπία του πολιτικού συστήματος ανά πάσα στιγμή να υπάρχει μια εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Σήμερα δεν υπάρχει. Δεν νομίζω ότι υπάρχει άλλη πρόταση διακυβέρνησης για τη χώρα εκτός από αυτή την οποία εκφράζει η κυβέρνηση».
Ο πρωθυπουργός συμπλήρωσε – αφού έκανε κριτική σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ – ότι «θα ήταν θετικό για τη δημοκρατία μας να υπάρχει εναλλακτική πρόταση, αλλά η πρόταση πρέπει να είναι συγκροτημένη, τεκμηριωμένη και κοστολογημένη. Δυστυχώς, προς το παρόν αυτό δεν το βλέπουμε».
Από την απάντηση του πρωθυπουργού θα μπορούσε κάποιος να εξαγάγει το συμπέρασμα πως, παρότι και ο ίδιος διαπιστώνει το κενό στο πολιτικό σκηνικό, εντούτοις αυτό μάλλον δεν τον ανησυχεί, καθώς η απουσία εναλλακτικής καθιστά τη Νέα Δημοκρατία σχεδόν… αναγκαστικά κυρίαρχη στην πολιτική ζωή του τόπου.
Ωστόσο η αλήθεια είναι ότι η ρευστότητα αυτή – κάποιοι πολιτικοί αναλυτές έχουν ήδη μιλήσει για «ρευστοποίηση» του πολιτικού σκηνικού – μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα δεν συμφέρει ούτε τη Νέα Δημοκρατία ούτε τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αντιθέτως (και αυτό αποδείχθηκε περίτρανα στις ευρωεκλογές του περασμένου Ιουνίου), η κυβέρνηση μπορεί να «στραπατσαριστεί» εκλογικά ακόμα και άνευ αντιπάλου και οι φυγόκεντρες δυνάμεις να εμφανιστούν έστω κι αν δεν έχουν μια σαφή και συγκεκριμένη κατεύθυνση, αλλά είτε διασπείρονται σε άλλα μικρότερα κόμματα είτε αυξάνουν την αποχή.
Τα ρίσκα
Ταυτόχρονα, ωστόσο, πηγές εντός της Νέας Δημοκρατίας επισημαίνουν ότι το αντιπολιτευτικό κενό μπορεί να δημιουργήσει επιπλέον κινδύνους καθώς:
● Οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι δεν είναι απαραίτητο ότι θα μείνουν στην αποχή, αλλά μπορεί να κατευθυνθούν σε άλλα κόμματα, κυρίως στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, δημιουργώντας έναν έτερο (προφανώς όχι ενιαίο) δεξιό πόλο, ο οποίος ίσως αποκτήσει ισχυρή δυναμική όσο θα πλησιάζουν οι εθνικές εκλογές, την οποία θα επιχειρήσει να «εξαργυρώσει» μετά τις κάλπες.
● Επίσης η απουσία αντιπολίτευσης δημιουργεί πρόβλημα και στην κυβέρνηση, καθώς στην πολιτική «χρειάζονται δύο για χορέψεις ταγκό». Όσο η αντιπολίτευση πάσχει από… αφωνία, τόσο η κυβέρνηση δυσκολεύεται να δημιουργήσει πειστικό αφήγημα, αφού δεν υπάρχει ο απαραίτητος αντίλογος και το «πάρε – δώσε» που βοηθά και στην ανάπτυξη πολιτικών.
● Και, φυσικά, όσο δεν υπάρχει αντιπολίτευση, η κυβέρνηση θα δέχεται «αντιπολιτευτικά πυρά» από τους ίδιους τους πολίτες, όπερ σημαίνει ότι θα βρεθεί (κάποιοι εκτιμούν ότι ήδη αυτό συμβαίνει) μπροστά σε ένα «πυρ κατά βούληση», με απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον. Διότι είναι άλλο η συγκροτημένη και συντονισμένη αντιπολίτευση από τα κόμματα και άλλο η δυσαρέσκεια των πολιτών να εκδηλώνεται άναρχα και ασυντόνιστα.
Χλιαρή υποδοχή
Από την άλλη, πάντως, προβληματισμό προκαλεί το γεγονός ότι σημαντικός αριθμός βουλευτών και στελεχών του κυβερνώντος κόμματος σχολίασε με… χλιαρό τρόπο τις πρωθυπουργικές εξαγγελίες από το βήμα της 88ης ΔΕΘ.
Επισημαίνουν ότι το «πακέτο» των 45 μέτρων δεν ήταν όσο τολμηρό θα χρειαζόταν, σε μια φάση που οι πολίτες αντιμετωπίζουν σημαντικότατα προβλήματα από την ακρίβεια σε πολλούς κρίσιμους τομείς της ζωής τους και δεν μπορούν να περιμένουν ώς το 2027 για να διαπιστώσουν τα αποτελέσματα των πολιτικών που προωθεί η κυβέρνηση – ή, ακόμα χειρότερα, την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία να ασχοληθεί με τις στρεβλώσεις στην αγορά ενέργειας που μεταφράζονται σε υπέρογκους λογαριασμούς ρεύματος.
Με… κερασάκι στην τούρτα τον πληθωρισμό, που τον περασμένο Αύγουστο «κάθισε» στο 3%, είναι προφανές ότι μέτρα όπως οι μικρές αυξήσεις στα «νυχτερινά» των ενστόλων ή η αυτοτελής φορολόγηση των εφημεριών του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού αντιμετωπίζονται από τους ενδιαφερόμενους ως «ασπιρίνες» στην καλύτερη των περιπτώσεων ή ως εμπαιγμός στη χειρότερη.
Επίσης ήδη ορισμένοι κλάδοι – π.χ. κρουαζιέρα – εκφράζουν επιφυλάξεις σχετικά με τις συνέπειες που μπορούν να έχουν τα εξαγγελθέντα μέτρα για τους τομείς ενδιαφέροντός τους, ενώ είναι προφανές ότι η απαγόρευση δέσμευσης νέων διαμερισμάτων για βραχυχρόνια μίσθωση στο κέντρο της Αθήνας δεν πρόκειται να μειώσει το τεράστιο κόστος των ενοικίων.
Από την άλλη, το Εθνικό Σύστημα Υγείας αποτελεί χαίνουσα πληγή για την κυβέρνηση, η οποία διαπιστώνει ότι – όσο κι αν ο υπουργός Άδωνις Γεωργιάδης κατηγορεί τους συνδικαλιστές του χώρου για μηδενισμό – η κατάσταση βαίνει επιδεινούμενη, χωρίς να μπορεί να βρεθεί μια λύση που θα μπορούσε να δώσει ελπίδα για κάποια ανάκαμψη σχετικά σύντομα.
Αντιθέτως, υπό το βάρος των προεκλογικών της δεσμεύσεων για πλήρη ανάταξη του ΕΣΥ, γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο εμφανές ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα, τα χρονίζοντα προβλήματα έχουν οξυνθεί και οι λύσεις έχουν γίνει ακόμα πιο σύνθετες – και δαπανηρές.
Πειθαρχία
Κάπου εδώ μπαίνει και το επόμενο πρόβλημα για την κυβέρνηση, το οποίο αναμένεται να κάνει όλο και πιο αισθητή την παρουσία του όσο θα πλησιάζουμε στην ημέρα σύνταξης του προϋπολογισμού για το 2025.
Αυτό δεν είναι άλλο από τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες της Ε.Ε., οι οποίοι, εκτός του ότι προβλέπουν σταθερή ετήσια μείωση του δημόσιου χρέους των χωρών – μελών, θέτουν και «κόφτη» στην αύξηση των δημοσίων δαπανών (για φέτος ορίστηκαν στο 3%, με την κυβέρνηση να διαπραγματεύεται με τις Βρυξέλλες μια αύξηση της τάξης των 500 εκατ. ευρώ για το επόμενο έτος).
Γενικά η δημοσιονομική πειθαρχία βρέθηκε ψηλά στην ατζέντα του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, με τον Μητσοτάκη να σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «η Ελλάδα του 2010 είναι μία Ελλάδα η οποία πρακτικά χρεοκόπησε. Το 2010 ζούσαμε ξεκάθαρα πάνω από τις δυνατότητές μας. Ποτέ δεν πρόκειται να γυρίσουμε σε μία πραγματικότητα μεγάλων ελλειμμάτων και ενός επιπέδου ζωής το οποίο ουσιαστικά είναι πλασματικό» κάνοντας λόγο για «μια συνετή πολιτική που παράγει πλέον πλεονάσματα αντί για ελλείμματα, ενισχύοντας τα εισοδήματα πάνω σε υγιή δημοσιονομικά θεμέλια».
Πιο συνολικά, για το ζήτημα της ακρίβειας και των μέτρων που λαμβάνει η κυβέρνηση για την αντιμετώπισή της, ο Μαρινάκης είπε ότι «συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης φαίνεται ότι οι πολιτικές μας αποδίδουν περισσότερο. Η πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση είναι συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο πιο αποδοτική», προσθέτοντας ότι «το κλειδί είναι το ταχύτερο δυνατό αύξηση των εισοδημάτων και με άμεσες παρεμβάσεις αλλά και με έμμεσες κινήσεις, όπως η μείωση 12 φόρων που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ. Το δεύτερο είναι όλο και πιο εντατικοί έλεγχοι».
Επιπλέον σημείωσε ότι «δεν υπάρχουν μαγικά ραβδιά, αντιλαμβανόμαστε τη δυσκολία των νοικοκυριών και στόχος μας είναι σκληρή δουλειά με τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα».
Διαβάστε επίσης
ΣΥΡΙΖΑ: Δύσκολη η επόμενη μέρα για «87» και Κασσελάκη
Απογοήτευση σε πολλές κοινωνικές ομάδες από τις πρωθυπουργικές εξαγγελίες στη ΔΕΘ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ | topontiki.gr