«Ο Μπριντέ εξεπλάγη από μια εντυπωσιακή λεπτομέρεια: ο Μπασόν φαινόταν να έχει ξανανιώσει. Η ωχρότητά του έμοιαζε με εκείνη μιας νεαρής κόρης. Δεν είχε πια ρυτίδες. Τα χαρακτηριστικά του είχαν γίνει πιο λεπτά. Ο φόβος ή η συγκίνηση κατάφεραν να απομακρύνουν από το πρόσωπό του οτιδήποτε το άκομψο ή χονδροειδές θα μπορούσε να έχει». Δεν αισθάνεται μόνο ο Μπριντέ έκπληξη με την περιγραφή, αλλά και οι αναγνώστες. Κάθε φορά που ο Εμανουέλ Μποβ (1898 – 1945) διεισδύει πίσω από τις ρωγμές των συναισθημάτων για να φανερώσει ένα μικρό σύμπαν στην «Παγίδα»: το μυθιστόρημα του 1945 που μετέφρασε άρτια και συστήνει η Μαρία Γυπαράκη των εκδόσεων «Στίλβη». Ο Ζοζέφ Μπριντέ είναι ο νεαρός δημοσιογράφος που πασχίζει να εγκαταλείψει τη γερμανοκρατούμενη Γαλλία για να φτάσει στο Λονδίνο και να ενταχθεί στην Αντίσταση του Ντε Γκωλ. Οι προσπάθειές του, ωστόσο, είναι μάταιες στο Βισύ της Συνθηκολόγησης, οπότε αποφασίζει να επιστρέψει στο Παρίσι πιστεύοντας ακόμη στο θαύμα της αλληλεγγύης και της φιλίας: κάποιος θα βρεθεί να του δώσει το χέρι. Δεν ξέρει (ή μπορεί να ξέρει, αλλά να το αρνείται) ότι τρέχει συνεχώς μέσα σε ένα τοπίο υπαρξιακού τρόμου -από αυτά που για να περιγραφούν θα έπρεπε κανείς να δανειστεί κάτι από τη συναισθηματική γεωγραφία του Κάφκα και του Μπέκετ. Ο ήρωας ξεκινά με την αβεβαιότητα που περιέχουν οι μεγάλες προσδοκίες: η συνάντηση με τον Ντε Γκολ, εν προκειμένω. Σχετικά σύντομα θα περάσει στο πεδίο του αμείλικτου ρεαλισμού και στο ναρκοπέδιο της ηττημένης πατρίδας του, για να φτάσει τελικά ως το στρατόπεδο προσωρινής συγκέντρωσης και την εκτέλεσή του (η πληροφορία δεν συνιστά spoiler που ακυρώνει την προσμονή του αναγνώστη, καθώς σημασία στο μυθιστόρημα έχει η τεχνική και ο «μηχανισμός» που πυροδοτεί ο συγγραφέας).
Η μεγάλη εικόνα αποκτά χρώμα ακριβώς μέσα από τις ρωγμές που προαναφέραμε. Ο Μποβ χρησιμοποιεί ταυτόχρονα μεγεθυντικό φακό και μικροσκόπιο για να περάσει από την ιστορική συγκυρία στον ψυχισμό του ατόμου. Είναι αυτή η τεχνική της λεπτομέρειας που, παράλληλα με τους Ρίλκε, Κολέτ και Αντουάν ντε Σεντ-Εξιπερί, θα γοητεύσει τον Μπέκετ, ο οποίος παρατηρεί: «Διαθέτει όσο κανείς άλλος την αίσθηση της συγκλονιστικής λεπτομέρειας». Ιδού πώς περιγράφει μια χειρονομία του Πωλ Μπασόν, παλιού συμμαθητή του Μπριντέ και νυν αποσπασμένου στη Γενική Διεύθυνση της Εθνικής Αστυνομίας της Γαλλίας: «Πέρασε τη γλώσσα του πάνω απ’ τα χείλη του. Ήταν ελαφρά, σχεδόν ανεπαίσθητα ιδρωμένος, ούτε μια σταγόνα στο πρόσωπό του, μόνο μια γυαλάδα, κάτι σαν ίχνος από βρεγμένο πανί πάνω σε μάρμαρο». Αν αυτή η τεχνική μεταφερόταν στον κινηματογράφο, θα έπρεπε να βρει το αντίστοιχό της στο γκρο πλαν ή την εικονοποίηση του εσωτερικού ψυχισμού.
Πρόκειται, άλλωστε, για προσωπική κατάκτηση του Μποβ, ο οποίος ως ένα βαθμό λειτουργεί και ως προπομπός του λεγόμενου Νέου Μυθιστορήματος (nouveau roman). Και στον «Αρμάν», το δεύτερο μυθιστόρημα που εξέδωσε το 1927, ο ομώνυμος ήρωας παρατηρεί τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν, καταγράφει βλέμματα, υπαινιγμούς, λέξεις και σιωπές. Κάνει κι εκείνος υποθέσεις για το πώς αισθάνονται οι άλλοι, τι μπορεί να σκέφτονται, ποιες είναι οι προθέσεις τους ή οι επιθυμίες τους. Επιτρέπει ταυτόχρονα την πρόσβαση στο κλειστό δωμάτιο με τα προσωπικά συναισθήματα. «Για να μη με κατηγορήσει ότι είχα αλλάξει, προσπάθησα να ξαναβρώ τους παλιούς συνεσταλμένους και ατσούμπαλους τρόπους μου. Ένιωθα ντροπή για το ζεστό παλτό μου και προπαντός για τη μεταξωτή γραβάτα μου. Προσποιήθηκα ότι δεν δίνω δεκάρα για τα ρούχα μου και, όταν κάτι έσταξε στο πανωφόρι μου, δεν καθάρισα τον λεκέ».
Αναγνώριση και λήθη
Είχε προηγηθεί το 1924 το πρώτο μυθιστόρημα του Μποβ, «Οι φίλοι μου» («Όμβρος», 1988, επανέκδοση από «Καστανιώτη», 2023, μτφ. Φοίβος Μπότσης) – η μόνη εκδοτική επιτυχία στη σύντομη διαδρομή του Εμανουέλ Μπομπόβνικοφ, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του συγγραφέα. Γιος ενός άνεργου Ρώσου εμιγκρέ και της Ανριέτ Μισέλ, με καταγωγή από το Λουξεμβούργο, θα περάσει τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια μοιρασμένος ανάμεσα στο σπίτι της μητέρας του με τον νεότερο αδερφό του και στο σπίτι του πατέρα και της Αγγλίδας ερωμένης του, όπως πληροφορούμαστε από το κατατοπιστικό σημείωμα της μεταφράστριας. Ο συγγραφέας θα γίνει αποδεκτός από τους λογοτεχνικούς κύκλους στη Γαλλία τη δεκαετία του 1920, αλλά μετά τον θάνατό του -το 1945, λίγους μήνες μετά την έκδοση της «Παγίδας»- θα περιπέσει σε λήθη. Το έργο του θα ανακαλυφθεί εκ νέου στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ενώ ειδικά στη Γερμανία θα γίνει γνωστό μέσα από τις μεταφράσεις του νομπελίστα Πέτερ Χάντκε.
Η «Παγίδα» είχε προταθεί αρχικά στον οίκο Γκαλιμάρ, ο εκδότης το χαρακτήρισε «αξιοθαύμαστο», χωρίς να προχωρήσει ωστόσο στην έκδοσή του. Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου την έκδοση ανέλαβε ο δημοκράτης Πιέρ Τρεμουά, ο οίκος του οποίου έκλεισε το 1948: σε μια περίοδο δηλαδή κατά την οποία οι Γάλλοι έπρεπε να αντιπαλέψουν το διάχυτο αίσθημα ενοχής για τη -σημαντική μεν, αλλά περιορισμένη- αντίστασή τους εντός της ενδοχώρας.
Άλλωστε αυτήν ακριβώς τη διάσταση καυτηριάζει ο Μποβ με το βιβλίο του. Η «Παγίδα» είναι ένα από τα σπάνια έργα για τη διακυβέρνηση του Βισύ και τον δωσιλογισμό (κατ’ αυτή την έννοια, μπορεί να διαβαστεί συμπληρωματικά με τον «Μάρτυρα» του Ζαν Μπλοχ Μισέλ, εκδ.«Οκτάνα», μτφ. Ευγενία Γραμματικοπούλου). Ένα μυθιστόρημα που δεν φοβάται να στήσει στον τοίχο τους άβουλους της Ιστορίας καθώς θέλουν να ξεφύγουν από την ατομική ευθύνη, να «επιπλεύσουν» ή να σώσουν τον εαυτό τους όταν δίπλα τους άλλοι πέφτουν στα βαθιά του τρόμου. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που το μυθιστόρημα άφησε το κοινό μάλλον αδιάφορο. Οι πληγές ήταν ακόμη νωπές, καθώς μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Γαλλία, όπως και άλλες δυτικές χώρες, έπεφτε στην άβυσσο της αντεκδίκησης. Όπως γράφει στον «Όλεθρο» ο Κιθ Λόου: «Στήθηκαν κρυφές φυλακές όπου ύποπτοι συνεργάτες υποβάλλονταν σε διάφορα είδη σαδισμού, συμπεριλαμβανομένου ακρωτηριασμού, βιασμού, εξαναγκασμένης πορνείας και κάθε είδους βασανιστηρίων» (εκδ. Ψυχογιός, 2014, μτφ. Ιωάννης Χαλαζιάς). Ακόμη και οι ηγέτες της περιόδου δεν μπορούσαν να ανεχτούν αυτή τη μορφή αυτοδικίας. «Η δημόσια τάξη είναι ένα ζήτημα ζωής και θανάτου» θα ισχυριστεί ο Ντε Γκολ. «Όλες απολύτως οι αυτοσχέδιες Αρχές πρέπει να σταματήσουν». Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό ο Μποβ αποφασίζει να στρίψει το δάχτυλο μέσα στην πληγή, η οποία έχει μία ακόμη διάσταση: του υφέρποντος αντισημιτισμού, ο οποίος συμπορευόταν με τον δωσιλογισμό και τον πετενισμό. Σε μια αποστροφή του ο Μπριντιέ προσπαθώντας να πείσει για τη «νομιμοφροσύνη» και την πίστη στον Στρατηγό Πετέν ανοίγει την καταπακτή με τους σκελετούς. Και ονοματίζει -ακόμη και αν ο ίδιος δεν το πιστεύει- όσους οι συμπατριώτες του περιθωριοποιούσαν ως απόβλητους. Εκείνους που δεν χωρούσαν στο σύνθημα «Η Γαλλία στους Γάλλους»: «[Είμαι] ένας άνθρωπος που τα έχασε όλα εξαιτίας αυτής της συμμορίας των αχρείων, των κομμουνιστών, των Εβραίων, των μασόνων… γιατί αυτοί είναι υπεύθυνοι. Αυτοί μας έφεραν στην κατάσταση που είμαστε… Ελπίζω, όμως, πως θα μας το πληρώσουν… και ακριβά. Με τίποτα δεν θα είναι πολύ ακριβά…».
Ανάλυση
Δημήτρης Δουλγερίδης