Ως βιβλιόφιλη αναγνώστρια παίρνω στα χέρια μου ένα βιβλίο χωρίς να έχω καταγωγή ή ιδιαίτερη σχέση με την Κωνσταντινούπολη, την τοπιογραφία της, την κουλτούρα της, πέρα από τις γενικές γνώσεις που μπορεί να έχουμε όλοι, γνωρίζοντας φυσικά το βάρος που αυτή η πόλη έχει για την ιστορία μας και για το έθνος μας. Αλλά χωρίς να φέρω εγώ το βάρος αυτό. Ο τίτλος ήταν για μένα ένα κάλεσμα, μία πρόσκληση σε μια γιορτή – σε ένα σουαρέ στην άγνωστη για μένα γειτονιά του Πέρα.
Κάθε φορά που το ανοίγω βυθίζομαι στην ανάγνωση, η οποία με ταξιδεύει σε μία πόλη που τη μαθαίνω σιγά σιγά μέσα από την αφήγηση, περιπλανιέμαι με την αφηγήτρια όχι μόνο στη γειτονιά του Πέρα, όχι μόνο μπαίνω σε κάθε σπίτι, σε κάθε δωμάτιο, όχι μόνο χώνομαι «κάτω από το υψηλό κρεβάτι με τον κεντημένο γύρο της γιαγιάς Ειρήνης», αλλά περιπλανιέμαι και στις παραλίες, στους δρόμους, στα σοκάκια, και γίνεται έτσι η Πόλη μια πόλη της περιπλάνησης, της περιπέτειας, του παραμυθιού, μία πόλη της ανατολής μυθική, πολύ εξωτική στα μάτια τα δικά μου, τόσο εξωτική όσο και ρεαλιστική μαζί. Συγχρόνως συναναστρέφομαι με ανθρώπους μέσα από τα δυνατά τους πορτρέτα, όπως η γιαγιά Ευανθία, η Άντρω, ο Σεϊφής, ο Μπερτζ, η Μαρσέλλα (για να αναφέρω μερικά).
Είναι γοητευτικές αυτές οι ιστορίες, είναι συναρπαστικός ο τρόπος της αφήγησης.
Προσπαθώ λοιπόν να ταξινομήσω αυτό το κείμενο σε κάποιο είδος ή να καταλάβω ποια είναι εκείνα τα στοιχεία του που με έκαναν να το διαβάζω με ενδιαφέρον πηγαίνοντας από τη μια ιστορία στην άλλη, όχι απαραίτητα με τη σειρά. Εδώ ας αφήσουμε λοιπόν τη συγγραφέα και την αναγνώστρια, που είναι δύο πρόσωπα του πραγματικού κόσμου, και ας στραφούμε να ακούσουμε τη φωνή του κειμένου. Να μιλήσουμε δηλαδή για την αφηγήτρια και τον αποδέκτη της αφήγησης, που είναι δύο πρόσωπα στο επίπεδο της γραφής, στο επίπεδο της μυθιστορίας.
Αφηγηματική φωνή με γυναικεία ταυτότητα
Έτσι εδώ πέρα παρατηρούμε μία αφηγηματική φωνή που έχει σίγουρα μία γυναικεία ταυτότητα, είναι η δική της οπτική στα γεγονότα, είναι μία αφηγήτρια που είναι μέρος αυτής της ιστορίας, που συμμετέχει και περιγράφει με τα δικά της μάτια, όπως λέει και η ίδια, που «κοιτάνε γύρω – γύρω 180ο», είτε αυτά είναι παιδικά είτε λίγο ενήλικα. Δηλαδή δεν είναι η «παντογνώστρια αφηγήτρια» ούτε μόνο εστιασμένη στα δικά της συναισθήματα/οπτική, αλλά το α’ και το γ’ πρόσωπο εναλλάσσονται, και κυρίως η αφήγηση είναι περισκοπική. Με αυτό τον περισκοπικό τρόπο παρατηρούμε τα γεγονότα, τους ανθρώπους. Αυτό δικαιολογεί και τον δαιδαλώδη τρόπο της αφήγησης των ιστοριών.
Ένας αφηγητής/αφηγήτρια είναι η φωνή του κειμένου, η οποία επιλέγει τι και πώς θα μας αφηγηθεί κάθε φορά. Και άρα όσο κι αν σε μια ιστορία περιγράφονται τα πραγματικά γεγονότα ή στοιχεία, πάντα υπάρχει ένα πλαστό στοιχείο, μια ανάπλαση της πραγματικότητας. Παράδειγμα τελειώνοντας το βιβλίο μπορούμε να μείνουμε με τη γοητευτικότατη ιστορία του Μπερτζ, να ακούσουμε ιστορίες από την Ελβετία και δεν ακούμε άλλα κεφάλαια από τη ζωή της αφηγήτριας στην Κωνσταντινούπολη. Η αφήγηση πάντα κάνει επιλογές για το τι και το πώς.
Ξεκινώ με αυτό που είπα παραπάνω, ότι η αφηγήτρια έχει γυναικεία ταυτότητα. Πράγματι, η αφηγήτρια βλέπει τα πράγματα μέσα από μία γυναικεία ματιά, είναι κυρίως ο δικός της κόσμος και η κοριτσίστικη ματιά αλλά και η γυναικεία ενήλικη ματιά. Αν και έχουμε ωραία πορτρέτα, δεν μαθαίνουμε πάρα πολλά πράγματα για τις περιπέτειες των ανδρών, είτε τα επαγγελματικά ταξίδια τους είτε τις εξορίες και τις διώξεις, ό,τι μαθαίνουμε είναι πάντα ιδωμένα μέσα από τη γυναικεία πλευρά.
1. Στην εισαγωγή της συγγραφέως για την παρούσα έκδοση σημειώνεται ότι τα βιβλία τα λέμε και παιδιά. Μια σύνδεση της γραφής και της δημιουργίας με τη βιολογική ή πνευματική μητρότητα. Αυτό μας θυμίζει πολλές άλλες γυναίκες που γράφουν, οι οποίες έχουνε κάνει αυτή την αναγωγή, όπως και η λογία Ελισάβετ Μαρτινέγκου (θυμίζω ότι γεννήθηκε και έζησε στη Ζάκυνθο [1801-1832], πολυγραφότατη, μας απομένει μέσα από περιπέτειες η Αυτοβιογραφία της), η οποία και σημειώνει τα ακόλουθα: «Και σεις, μαύρα μου συγγράμματα, που σας αγαπούσα και ήθελα το καλόν σας – ό,τι λογής μία αγαπητή μητέρα το θέλει εις τα τέκνα της…».
2. Βρίσκουμε εδώ ένα γυναικείο συνεχές, μια γυναικεία γενεαλογία, όπου η γιαγιά Ευανθία είναι η πρώτη παραμυθού, είναι τα παραμύθια της που ακούει το κορίτσι «στο πουπουλένιο κρεβάτι της μεγάλης γιαγιάς». Συνεχίζεται με τις υποδείξεις της γιαγιάς Ειρήνης που χρίζει το κορίτσι ως αλληλογράφο. Το καθίζει στο τραπέζι και του υπαγορεύει γράμματα. Αργότερα η μητέρα θέλει να ακούει τις οικογενειακές ιστορίες από την ενήλική αφηγήτρια, η οποία με παρότρυνση, όχι μόνο γράφει, αλλά και δημοσιεύει. Παρακολουθούμε λοιπόν τη γένεση μιας συγγραφέως μέσα από ένα ισχυρό γυναικείο γενεαλογικό συνεχές.
3. Θα έλεγε κανείς ότι ο χαρακτηρισμός της γυναικείας οπτικής μειώνει στα μάτια μας την αξία της γιατί δεν είναι ισχυρή, θεσμική, καταξιωμένη, όπως η «ανδρική» ματιά. (Δείτε γύρω τα πορτρέτα που στολίζουν αυτήν την αίθουσα [*του Πνευματικού Κέντρου Κωνσταντινουπολιτών] που ανήκουν όλα σε «βιβλικές» πατριαρχικές μορφές.) Ότι αναφέροντας το φύλο της αφηγηματικής φωνής υποτιμάται η εγκυρότητα της αφήγησης…
Ένας ολόκληρος υποτιμημένος κόσμος
Τα θέματα που απασχολούν την έμφυλη προσέγγιση σήμερα, είτε στη λογοτεχνία είτε στην ιστορία είτε σε πολλές ακόμα όψεις του βίου, δεν έχουν περιθωριακό χαρακτήρα, δεν είναι δηλαδή «οι μικρές ιστορίες» ή «ιστορίες απλών γυναικών», ασήμαντες και λίγο παιδικές, αυτές των γυναικείων περιοδικών και ρομαντικών μυθιστορημάτων, ούτε φλυαρία τύπου κουτσομπολιού ή ρουτίνες, όπως η προετοιμασία του φαγητού, οι δουλειές του σπιτιού, αλλά ούτε και αντιλήψεις και πρακτικές, όπως για παράδειγμα ο γάμος, τα παιδιά, τα θέματα ηθικής των σχέσεων. Ούτε είναι μόνο λαογραφία, μια έφεση των γυναικών στη συντήρηση, την παράδοση και τον πολιτισμό.
Αντίθετα είναι ένας ολόκληρος κόσμος, αν και υποτιμημένος, μέσα στην κυρίαρχη αφήγηση της Μεγάλης Ιστορίας, ο οποίος έχει μια αυτόνομη δική του αξία, μας δείχνει πώς τα μεγάλα γεγονότα περνάνε μέσα από το φύλο/μειονότητα/κοινωνική τάξη. Παράδειγμα η αφήγηση των γεγονότων του 1955 μέσα από τη ματιά και τις αντιδράσεις των απλών ανθρώπων. Το βιβλίο είναι ένα γενναίο κείμενο που φωτίζει την ιδιαίτερη γυναικεία ματιά πάνω στην ιστορία και στα ιστορικά γεγονότα αυτής της περιόδου. Και σίγουρα κομμάτι της ανθρώπινης ιστορίας είναι και μια παρέα γυναικών που λένε ιστορίες και γελάνε ένα σούρουπο σε μια γειτονιά του Πέρα!
* Το κείμενο είναι απόσπασμα από την παρουσίαση της φιλολόγου Γιώτας Μπούζιου στο βιβλίο «Ένα σούρουπο σε μια γειτονιά του Πέρα. 1847 έως…» της Ελένης Φίλη – Νιότη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κουκκίδα με επίμετρο, γλωσσάρι και σημειώσεις από τη Νίκη Σταυρίδη
Διαβάστε επίσης:
Τέχνες και πόλη: Η «Φαύστα» του Μποστ μέσα από τα μάτια του Τάσου Πυργιέρη
«Ο γυάλινος κόσμος» του Τενεσί Ουίλιαμς
ΠΟΝΤΙΚΙ ART | topontiki.gr