Ο πρωθυπουργός προφανώς και ξέρει τον αφορισμό του Μάο Τσε Τουνγκ «μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση». Το ερώτημα, βέβαια, είναι αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης συμφωνεί ότι μια μεγάλη αναταραχή – όπως αυτή που επικρατεί το τελευταίο διάστημα στη χώρα – αποτελεί θαυμάσια κατάσταση.
Πάντως, απ’ ό,τι φαίνεται, μόνο «θαυμάσια» δεν μπορεί να χαρακτηριστεί η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η κυβέρνηση, με αφορμή, αλλά και αιτία, την τραγωδία των Τεμπών και τους χειρισμούς της για το χειρότερο σιδηροδρομικό δυστύχημα που έχει γίνει ποτέ στη χώρα. Αντιθέτως, όσο περνούν οι μέρες, τόσο πιο δύσκολα γίνονται τα πράγματα, καθώς το πολιτικό σκηνικό κυριαρχείται από τις εξελίξεις για τα Τέμπη και η κυβέρνηση αδυνατεί να καθορίσει, να αλλάξει ή εν πάση περιπτώσει να ελέγξει την πολιτική ατζέντα.
Για την ακρίβεια, μέσα σε δύο ημέρες η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να στείλει σε Προανακριτική Επιτροπή ένα από τα πλέον προβεβλημένα στελέχη της (τον Χρήστο Τριαντόπουλο, ο οποίος την περίοδο του δυστυχήματος ήταν υφυπουργός παρά των πρωθυπουργώ) και, ταυτόχρονα, κλήθηκε να αποκρούσει μια πρόταση δυσπιστίας εις βάρος της, την οποία κατέθεσε σχεδόν σύσσωμη η εξ αριστερών της αντιπολίτευση (το ΚΚΕ έχει δηλώσει ότι θα στηρίξει), που σήμαινε ένα δύσκολο τριήμερο, κατά τη διάρκεια του οποίου γνώριζε ότι θα δεχθεί διαρκή «πυρά».
Δικολαβίες…
Όσον αφορά στην υπόθεση Τριαντόπουλου, είναι προφανές ότι η κυβέρνηση επιχειρεί δικολαβικά να πιαστεί από το πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ, το οποίο αναφέρει σε κεφάλαιό του ότι κυβερνητικοί παράγοντες ήταν παρόντες στον τόπο του δυστυχήματος, αλλά δεν έδιναν εντολές. Μόνο που το συγκεκριμένο κεφάλαιο αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στη διαδικασία εντοπισμού και απεγκλωβισμού των σορών των θυμάτων του δυστυχήματος και όχι γενικά στους χειρισμούς της κυβέρνησης συνολικά για την τραγωδία και ειδικά για το μπάζωμα του σημείου του δυστυχήματος.
Η συγκεκριμένη προσέγγιση μπορεί να δημιουργεί ένα αφήγημα σε μια δύσκολη περίοδο για την κυβέρνηση, ωστόσο, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα είναι προβληματική.
Εκτός του ότι το αφήγημα αυτό εκτιμάται ότι μπορεί να καταρριφθεί εύκολα στην Προανακριτική, παράλληλα επιτείνει το μεγαλύτερο πρόβλημα που η κυβέρνηση αντιμετωπίζει όσον αφορά την τραγωδία των Τεμπών: τη διάχυτη αίσθηση ότι υπάρχει σε εξέλιξη μια εκτεταμένη προσπάθεια συγκάλυψης πτυχών και ευθυνών του σιδηροδρομικού δυστυχήματος, αίσθηση που αποτυπώνεται με συγκλονιστικά υψηλά ποσοστά σε όλες τις δημοσκοπήσεις.
Δεν είναι τυχαίο ότι συγγενείς των θυμάτων της τραγωδίας έχουν εκφράσει τη διαφωνία τους σχετικά με την Προανακριτική, θεωρώντας ότι και το κατηγορητήριο είναι αδύναμο (αν παραπεμφθεί ο Τριαντόπουλος, θα δικαστεί για πλημμέλημα), αλλά και ότι, όπως έγινε και με την Εξεταστική, στην ουσία η Προανακριτική δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα και ότι απλώς θα απαλλάξει τον παραιτηθέντα υφυπουργό Κλιματικής Κρίσης από οιαδήποτε ποινική ευθύνη.
Και αυτό το στοιχείο είναι που κατά βάση φθείρει την κυβέρνηση: η πλήρης απουσία εμπιστοσύνης σε θεσμούς και διαδικασίες.
Και βέβαια, στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί και το διαβόητο, πλέον, e-mail Τριαντόπουλου προς τους Γεραπετρίτη, Σκέρτσο, Ξιφαρά και Αγοραστό, σχετικά με τις δαπάνες και για το «μπάζωμα» του σημείου της τραγωδίας, το οποίο «άναψε φωτιές» στο πολιτικό σκηνικό και διευρύνει τον κύκλο των μαρτύρων στην προανακριτική.
Η σύγκρουση της δυσπιστίας
Αντιθέτως, η αδυναμία της να πείσει τους πολίτες ότι όλα θα γίνουν υπό συνθήκες νομιμότητας και διαφάνειας – και κάνει ό,τι μπορεί γι’ αυτό, καθώς, την ίδια στιγμή που έστελνε τον Τριαντόπουλο στην Προανακριτική, υποστήριζε ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο εις βάρος του – καθιστά σχεδόν νομοτέλεια την αύξηση της καχυποψίας, της δυσαρέσκειας, της οργής και, εν τέλει της απόρριψης κάθε ισχυρισμού της κυβέρνησης πως κάνει ό,τι μπορεί τόσο για να συνδράμει στη διαλεύκανση κάθε πτυχής της τραγωδίας των Τεμπών όσο και για να αυξήσει την ασφάλεια στις σιδηροδρομικές μεταφορές.
Το ενδιαφέρον, μάλιστα, είναι πως, παρότι σχεδόν αυτονόητα η πρόταση δυσπιστίας λειτουργεί συσπειρωτικά για το κυβερνών κόμμα και παρότι ο πρωθυπουργός «πέταξε το γάντι» στην αντιπολίτευση λέγοντας «ελάτε, λοιπόν, καταθέστε επιτέλους την πρόταση δυσπιστίας για να δείτε αν η κυβέρνηση απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του Κοινοβουλίου», η αίσθηση που επικρατεί στην Κ.Ο. της Νέας Δημοκρατίας αποτυπώθηκε χαρακτηριστικά σε φράση που είπε στέλεχός της στο «Ποντίκι», ότι «επί τρεις μέρες θα φάμε πολύ “ξύλο” και δεν ξέρω αν τελικά θα μας βγει σε καλό».
Τελικά, η κυβέρνηση με 157 «όχι» επιβίωσε της πρότασης δυσπιστίας, αλλά έχασε έναν βουλευτή, τον Δημήτρη Κυριαζίδη, ο οποίος προσέβαλλε ασύγγνωστα τη Ζωή Κωνσταντοπούλου και, ταυτόχρονα, βγήκε από την τριήμερη συζήτηση σε κατάσταση που μόνο ως… αλώβητη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
Και όλα αυτά συμβαίνουν ενώ η δικαστική έρευνα για την τραγωδία των Τεμπών συνεχίζεται και, σύμφωνα με πηγές από το κυβερνών κόμμα, υπάρχει προβληματισμός για το τι θα δείξει όταν πλέον τελειώσει, ποια πολιτικά πρόσωπα θα εμπλέκει και τι επιπλέον θα αποκαλύπτει, όπερ σημαίνει ότι θα αρχίσει νέος γύρος πολιτικής όξυνσης και, κατά πάσα πιθανότητα, θα υπάρξουν και νέες προτάσεις για Προανακριτικές.
Επιπλέον εκκρεμεί και το πόρισμα του ΕΜΠ για τα αίτια της πυρκαγιάς που συνόδευε τη σύγκρουση, αν και ήδη το πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ έχει αποκλείσει να οφείλεται στα έλαια σιλικόνης, κάτι που ισχυριζόταν αρχικά η κυβέρνηση.
Εποικοδόμημα προβλημάτων
Το εν λόγω σκηνικό είναι – κατά τεκμήριο – εξαιρετικά προβληματικό για την κυβέρνηση, ωστόσο αυτό που επισημαίνουν κομματικά στελέχη στο «Ποντίκι» είναι ότι στην πραγματικότητα τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα.
Η αναταραχή που προκαλεί η υπόθεση των Τεμπών έρχεται και «κουμπώνει» με μια σειρά άλλων προβλημάτων που απασχολούν τους πολίτες και ουσιαστικά όχι μόνο διογκώνει τη δυσαρέσκεια και την απογοήτευση, αλλά λειτουργεί συγκολλητικά στην πιο δυναμική εκδήλωση των συναισθημάτων αυτών, μέσω των τεράστιων διαδηλώσεων που διοργανώνονται σε ολόκληρη τη χώρα το τελευταίο διάστημα.
Για παράδειγμα η ακρίβεια συνεχίζει να ροκανίζει τα εισοδήματα των πολιτών και, μάλιστα, ο πληθωρισμός παραμένει σε υψηλά επίπεδα, αυξάνοντας ακόμα περισσότερο τις τιμές (τον περασμένο Φεβρουάριο διαμορφώθηκε στο 3%), σε μια στιγμή, μάλιστα, που το διεθνές περιβάλλον μόνο ιδανικό δεν μπορεί να θεωρηθεί.
Την ίδια στιγμή, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ετοιμάζεται να επεκτείνει τον «πόλεμο των δασμών» και στην Ε.Ε., κίνηση που θεωρείται ότι θα αυξήσει ακόμα περισσότερο τις πληθωριστικές πιέσεις στη «γηραιά ήπειρο», γενικά, και στην Ελλάδα ειδικότερα.
Ο γρίφος της ευρωπαϊκής άμυνας
Παράλληλα, παρότι ο πρωθυπουργός χαιρέτισε την απόφαση της προέδρου της Κομισιόν για μέτρα που θα συμβάλουν στην επιτάχυνση της διαδικασίας για τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης και παρότι η Ελλάδα, στην παρούσα φάση, είναι στους… προνομιούχους, που δαπανούν πάνω από το 3% του ΑΕΠ τους για εξοπλισμούς και άμυνα, η Αθήνα αναγνωρίζει ότι το εγχείρημα αυτό θα είναι δύσκολο και θα απαιτήσει πολλούς λεπτούς χειρισμούς, αλλά και δύσκολες διαπραγματεύσεις πριν υπάρξει μια τελική απόφαση.
Για την ακρίβεια η Ελλάδα περιμένει σημαντικές διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή της «ρήτρας διαφυγής» για τα εξοπλιστικά προγράμματα (και σε γενικότερο επίπεδο στην Ε.Ε., αλλά και χωριστά σε κάθε χώρα – μέλος), ενώ ασαφές παραμένει το πώς η Ευρώπη θα μπορέσει να χρηματοδοτήσει κοινές αμυντικές πρωτοβουλίες.
Για την ώρα οι προτάσεις που έχουν «πέσει στο τραπέζι» αφορούν σε αναδιάταξη των κεφαλαίων του προϋπολογισμού της Ε.Ε., κοινό δανεισμό, στα πρότυπα του Ταμείου Ανάκαμψης, και αξιοποίηση 93 δισ. ευρώ που έχουν περισσέψει από δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης. Η έκτακτη Σύνοδος Κορυφής έδωσε κάποιες απαντήσεις, ωστόσο, όλοι συμφωνούν ότι η Ευρώπη έχει πολύ δρόμο να διανύσει ακόμα και ίσως λιγότερο χρόνο απ’ όσο χρειάζεται.
Για την Αθήνα τα δύο αυτά στοιχεία είναι άκρως σημαντικά, καθώς, παρότι η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει αυξήσει σημαντικά τις αμυντικές της δαπάνες, αναγνωρίζεται ότι από μόνη της δύσκολα θα μπορούσε να ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα που δημιουργεί η Ουάσιγκτον, η οποία απαιτεί από την Ευρώπη να σηκώσει ακόμα μεγαλύτερο βάρος για την ασφάλειά της, αλλά και ο κίνδυνος να σταματήσει η αμερικανική βοήθεια προς την Ουκρανία, όπερ σημαίνει ότι η Ε.Ε. θα κληθεί να υποκαταστήσει τις ΗΠΑ προκειμένου το Κίεβο να μπορέσει να συνεχίσει να αμύνεται.
Το πλαίσιο αυτό, μαζί με την αστάθεια στη Μέση Ανατολή, τα «σύννεφα» που έχουν εμφανιστεί στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τις δύσκολο να αντιμετωπιστούν στρεβλώσεις στην εγχώρια αγορά, τον κίνδυνο διευρυμένου οικονομικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και εταίρων τους, όλα αυτά συνθέτουν μια εικόνα πολύ δύσκολη, η οποία απαιτεί ενδεχομένως ευρύτερες συναινέσεις για την αντιμετώπιση των ζεόντων προβλημάτων.
Ο Μητσοτάκης δεν είχε άδικο όταν τόνισε στην ομιλία του ότι «ζούμε κοσμοϊστορικές στιγμές. Ό,τι γνωρίζαμε για το σύστημα ασφαλείας, όπως αυτό έχει οικοδομηθεί από το 1945 και μετά, ενδεχομένως να ανατρέπεται. Οι ΗΠΑ επιβάλλουν δασμούς στους στενότερους συμμάχους τους και ενδεχομένως να επιφυλάσσουν την ίδια πολιτική και για την Ε.Ε.».
Ωστόσο οι διαπιστώσεις δεν αρκούν ούτε, φυσικά, το διεθνές περιβάλλον μπορεί να επισκιάσει τα όσα συμβαίνουν «εντός των τειχών». Η κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι όσο τα εσωτερικά προβλήματα θα αυξάνονται τόσο πιο δύσκολο θα γίνεται να πείσει τους πολίτες ότι οι διεθνείς εξελίξεις είναι τόσο σημαντικές ώστε να υπερκαλύπτουν τις ανησυχίες και τις προσδοκίες των πολιτών, όμως ακόμα δεν δείχνει το πώς μπορεί να αλλάξει το κλίμα και τις εντυπώσεις.
Διαβάστε επίσης:
KKE: «Ναι» στα κοινοβουλευτικά εργαλεία, κρίσιμος ο λαϊκός παράγοντας