Το σχέδιο της υποχρεωτικής ηλεκτρονικής τιμολόγησης στις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων μπαίνει στην τελική ευθεία, με την κυβέρνηση να αναμένεται να ενεργοποιήσει το μέτρο στα μέσα του 2025. Στόχος της νέας αυτής πρωτοβουλίας είναι η ψηφιοποίηση των διαδικασιών, η οποία θα φέρει σημαντικά οφέλη τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τη φορολογική διοίκηση, βελτιώνοντας τη διαφάνεια και μειώνοντας τη φοροδιαφυγή.
Στην πρώτη φάση του προγράμματος, η υποχρέωση ηλεκτρονικής τιμολόγησης θα αφορά τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες διαθέτουν τη δυνατότητα να ενσωματώσουν άμεσα το νέο σύστημα στην καθημερινότητά τους. Στη συνέχεια, η υποχρέωση θα επεκταθεί σε μικρότερες επιχειρήσεις, ανάλογα με το ετήσιο τζίρο τους. Η ακριβής ημερομηνία εφαρμογής για κάθε κατηγορία επιχειρήσεων θα καθοριστεί μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας έγκρισης από τις Βρυξέλλες, όπου η Ελλάδα έχει υποβάλει αίτημα για την υποχρεωτική εφαρμογή της ηλεκτρονικής τιμολόγησης σε όλες τις επιχειρήσεις.
Πάντως, πολλές επιχειρήσεις έχουν ήδη υιοθετήσει την ηλεκτρονική τιμολόγηση και απολαμβάνουν σημαντικά φορολογικά κίνητρα, τα οποία, αν και λήγουν φέτος, ενδέχεται να παραταθούν για κάποιες περιπτώσεις, όπως για τις ταχύτερες επιστροφές ΦΠΑ. Σήμερα, πάνω από 65.000 επιχειρήσεις χρησιμοποιούν την ηλεκτρονική τιμολόγηση μέσω εξωτερικών παρόχων υπηρεσιών και επωφελούνται από τα κίνητρα που παρέχει η κυβέρνηση, μειώνοντας έτσι τα διοικητικά βάρη και ενισχύοντας τη συμμόρφωση με τη φορολογική νομοθεσία.
Η κύρια επιδίωξη του μέτρου είναι να περιορίσει τις απάτες στον τομέα του ΦΠΑ και τη χρήση εικονικών στοιχείων. Η ηλεκτρονική τιμολόγηση, σε συνδυασμό με τα συστήματα παρακολούθησης εισροών-εκροών, επιτρέπει τη συνεχιζόμενη παρακολούθηση των συναλλαγών σε πραγματικό χρόνο, εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη διαφάνεια και αμεσότητα στην επικοινωνία με τις φορολογικές αρχές.
Φορολογικά κίνητρα για την ηλεκτρονική τιμολόγηση:
Οι επιχειρήσεις που επιλέγουν να εφαρμόσουν το σύστημα της ηλεκτρονικής τιμολόγησης μέσω εξωτερικών παρόχων για την έκδοση τιμολογίων απολαμβάνουν σειρά φορολογικών πλεονεκτημάτων, όπως τα εξής:
Μείωση της προθεσμίας φορολογικού ελέγχου: Ο χρόνος που απαιτείται για την έκδοση πράξης διοικητικού ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου περιορίζεται κατά δύο χρόνια (από την πενταετία που ισχύει) για τις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν ηλεκτρονική τιμολόγηση.
Ταχύτερες επιστροφές ΦΠΑ: Ο χρόνος για την εξέταση των αιτημάτων επιστροφής φόρου μειώνεται από 90 σε 45 ημέρες για τις επιχειρήσεις που εφαρμόζουν ηλεκτρονική τιμολόγηση, με τα αιτήματα να αφορούν το φορολογικό έτος ή τα έτη στα οποία χρησιμοποιείται αποκλειστικά το ηλεκτρονικό σύστημα.
Απόσβεση δαπανών για τον εξοπλισμό: Η δαπάνη για την προμήθεια του απαιτούμενου τεχνικού εξοπλισμού και λογισμικού για την εφαρμογή της ηλεκτρονικής τιμολόγησης αποσβένεται πλήρως στο έτος πραγματοποίησης της επένδυσης, με προσαύξηση 100% της αξίας.
Επιπλέον κίνητρο για την ηλεκτρονική αρχειοθέτηση: Η δαπάνη για την παραγωγή, διαβίβαση και ηλεκτρονική αρχειοθέτηση των τιμολογίων για το πρώτο έτος εφαρμογής του συστήματος αναγνωρίζεται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα, με προσαύξηση 100% για το πρώτο έτος.
Η φορολογική διοίκηση, μέσω της ΑΑΔΕ, έχει ήδη ξεκινήσει να ενημερώνει τις επιχειρήσεις για τα οφέλη της ηλεκτρονικής τιμολόγησης και τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί για τη μελλοντική υποχρεωτική εφαρμογή του μέτρου. Οι επιχειρήσεις καλούνται να προετοιμαστούν κατάλληλα ώστε να εκμεταλλευτούν τα φορολογικά πλεονεκτήματα και να ενσωματώσουν τις νέες τεχνολογίες στην καθημερινή τους λειτουργία.
Με τη σταδιακή εφαρμογή του συστήματος και την ολοένα και μεγαλύτερη ενσωμάτωσή του στο φορολογικό σύστημα, η Ελλάδα επιδιώκει να βελτιώσει τη φορολογική συμμόρφωση, να ενισχύσει τις δημόσιες εισπράξεις και να δημιουργήσει ένα πιο διαφανές και αποδοτικό επιχειρηματικό περιβάλλον.
Διαβάστε επίσης
Όλες οι αλλαγές στην διαδικασία υποβολής φορολογικών δηλώσεων το 2025 – το νέο χρονοδιάγραμμα
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ | topontiki.gr