Πέτρος Τατσόπουλος
Το παιδί του διαβόλου
Μια αληθινή ιστορία
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελ.: 364
Αν και παγερά αδιάφορος για το ποδόσφαιρο και πολύ περισσότερο για τις δηλώσεις των ποδοσφαιριστών, ο Τατσόπουλος κάπου μέσα στην αφήγησή του επιστρατεύει ένα πραγματικά αφοπλιστικά εύστοχο σχόλιο μιας θρυλικής μορφής των γηπέδων: «Εάν εισακούγονταν οι προσευχές όλων μας, όλα τα παιχνίδια θα έληγαν ισοπαλία!». Διαβάζοντας τη θανατηφόρα ατάκα – για να πω την αμαρτία μου, κι ας με συγχωρέσει ο Τατσόπουλος – το πρώτο που πέρασε από το μυαλό μου είναι ότι έβαλε ο ίδιος αυτά τα λόγια στο στόμα του Κρόιφ! Όμως δεν συνέβη αυτό. Η αλήθεια είναι ότι ο συγγραφέας είναι ένας άνθρωπος που δεν μένει αδιάφορος με ό,τι συμβαίνει γύρω του. Οι προσωπικές του προτιμήσεις δεν επηρεάζουν ούτε περιορίζουν το πεδίο της διαβολικά φιλέρευνης φύσης του.
Έχοντας έρθει εξ απαλών ονύχων αντιμέτωπος με την πιο σκληρή μορφή της πραγματικότητας, η επιβίωσή του βασίστηκε στην ορθολογική παραδοχή της. Δεν έχει την πολυτέλεια να αναζητά στους νεφοσκεπείς ορίζοντες τις απαντήσεις για τον αφιλόξενο κόσμο που βρέθηκε. Αντίθετα, έπεσε ουρανοκατέβατος και δίχως αλεξίπτωτο, αντιμέτωπος με ζόρικα υπαρξιακά ζητήματα. Προβλήματα που δεν είχαν λύσεις και γιατρειά παρά μόνο παραδοχή. Ο Τατσόπουλος λοιπόν έφτιαξε τον κόσμο του μόνος του, με την καλοσύνη των ξένων και με το βάρος ενός ισόβιου τραύματος. Δεν του προσφέρθηκε η καλοσύνη του θεού, αλλά των ανθρώπων. Λογικό και βαθύτατα ανθρώπινο είναι να χρωστά στους ανθρώπους τόσο την ευγνωμοσύνη του όσο και τις πικρίες του.
Δεκαοχτώ χρόνια μετά, «Η καλοσύνη των ξένων» συνεχίζεται με «Το παιδί του διαβόλου». Και τα δύο βιβλία έχουν τον ίδιο υπότιτλο: «Μια αληθινή ιστορία». Πρόκειται, το δίχως άλλο, για το δεύτερο μέρος της αυτοβιογραφικής αφήγησης του συγγραφέα. Για να καταλάβει κανείς τον Τατσόπουλο πρέπει να κατανοήσει την υπαρξιακή «εμμονή» τού συγγραφέα στον ορθολογισμό, όπως και τη δημόσια τσαντίλα του – μια και δεν είχε την ευκαιρία να μεγαλώσει στα μεταξωτά σεντόνια της μεταφυσικής, καθώς είχε να αντιμετωπίσει την αδυσώπητη πραγματικότητα που δεν καταλάβαινε από προσευχές και παρακλήσεις.
Ανέσυρα από τη βιβλιοθήκη μου την «Καλοσύνη των ξένων». Εκεί ξαναθυμήθηκα ότι ο Τατσόπουλος, όταν οι άλλοι έπαιζαν βόλους και ποδοσφαιράκι, είχε άγρια μπλεξίματα με την ταυτότητά του. Γίνεται ο ντετέκτιβ της ίδιας του της ζωής, που την αναζητά σε παραπεταμένα χαρτιά δικαστικών αποφάσεων. Η ύπαρξή του βρίσκεται πρωτοκολλημένη σε φωριαμούς δημοσίων υπηρεσιών, ιστορημένη σε μιαν αλλόκοτη νομική γλώσσα, τελεσίδικα επικυρωμένη από μια σειρά δυσανάγνωστων υπογραφών.
Βρίσκεται σε μια κατάσταση όπου δεν έχει ούτε να ξεχάσει κάτι ούτε να θυμηθεί. Νιώθει μετέωρος με άγνωστο παρελθόν, χωρίς να μπορεί να εντάξει τις «σάρκες» του σε μια γενιά, να ενταχθεί σε μια συνέχεια, να αποκτήσει ένα «νόμιμο» διαβατήριο βίου. Ο Τατσόπουλος, με δυο λόγια, δεν πλάστηκε με νανουρίσματα και προσευχές, αλλά με το κενό τού χθες και το άδηλο μέλλον: σε παρόμοιες περιπτώσεις ή παίρνεις τη ζωή σου στα χέρια σου ή κάθεσαι και λιβανίζεις τη μοίρα σου.
Δεν θεωρώ καθόλου τυχαία τη βιάση του να γίνει συγγραφέας μέσα στην εφηβεία του (στα 18 του εξέδωσε τους «Ανήλικους»). Ο Τατσόπουλος έφτιαξε τη δική του ταυτότητα με τη συγγραφή. Εκεί απέκτησε το δικό του σύμπαν.
Στην περίπτωσή μας, το «διαβολόπαιδο» γράφει «διαβολικά» γοητευτικά και ταυτόχρονα απολύτως ορθολογικά και επειδή με τον ορθολογισμό θεωρώ ότι διατηρώ καλές σχέσεις, «γραφή και περιεχόμενο» – όπως θα λέγαμε αν ήμασταν σπουδαγμένοι καθηγητές – συνδέονται άψογα. Να ξεκαθαρίσουμε κάτι εξ αρχής: ο Τατσόπουλος δεν ξύπνησε ένα πρωί με τα νεύρα του και είπε να ανοίξει δουλειές με την Εκκλησία της Ελλάδος. Η Εκκλησία υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια της αποστολής της, αντικαθιστώντας ή εκβιάζοντας την πολιτεία. Για να λυθεί αυτή η τριτοκοσμική σύγχυση, ο χωρισμός Εκκλησίας – κράτους είναι επιβεβλημένος. Τόσο το κράτος όσο και η πολιτεία έχουν διαφορετικές αποστολές.
Η επικίνδυνη όσο και αναχρονιστική αυτή σχέση φάνηκε στην εποχή της πανδημίας με τους εμβολιασμούς, όπου η εγκληματική παρεμβατικότητα και η ακτιβιστική ανυπακοή της Εκκλησίας (κατά τα πρότυπα το ΚΚΕ) λίγο έλειψαν να έχουν δραματικές επιπτώσεις. Το σίγουρο είναι ότι δεν βοήθησε την πολιτεία και την κοινωνία. Αντιθέτως, ξεπερνώντας τα εσκαμμένα με τις ακραίες όσο και γελοίες της ενέργειες εξέθεσε τη δημόσια υγεία των πολιτών σε μέγιστο κίνδυνο, επιδεικνύοντας μισαλλοδοξία, αδιαλλαξία και περιφρόνηση στην επιστήμη.
Δεν ξέρω ποιοι διάλεξαν σαν αντίπαλο τον Τατσόπουλο, ξέρω όμως ότι δεν στάθμισαν σωστά τον χαρακτήρα του, την τόλμη του και τη μαχητικότητά του, κυρίως όμως τη συγκρότησή του. Στο τελευταίο γελάστηκαν κολακευόμενοι επειδή ασχολήθηκε μαζί τους. Αυτό που δεν κατάλαβαν είναι ότι δεν ασχολείται με πρόσωπα, αλλά με αυτό που αντιπροσωπεύουν: τη νομιμοποίηση και κυριαρχία των ηλιθίων στη δημόσια σκηνή. Με δυο λόγια, διάλεξαν λάθος αντίπαλο.
Στην αυτοβιογραφική αφήγηση, το προσωπικό γίνεται κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό ζήτημα. Βρισκόμαστε σε μια νεοσκοταδιστική περίοδο, όπου η εξωφρενικά προηγμένη τεχνολογία έχει ήδη μεταφέρει την καθημερινότητά μας στο μέλλον. Ωστόσο, η εκκλησιαστική βιομηχανία εξακολουθεί να παράγει θαυματουργά δάκρυα, ιερές παντόφλες και ιερά λείψανα. Όπως και να το δεις, όπως και να το εκλάβεις, είναι εξωφρενικό! Η προσωπική αφήγηση του Τατσόπουλου κορυφώνεται με την περιπέτεια της υγείας του, την οποία ξεκινά από τα απίθανα περιστατικά της συγκυρίας και τις σχεδόν μεταφυσικές συμπτώσεις από τη live κατάρρευση του συγγραφέα μέχρι τη νεκρανάστασή του στο χειρουργείο και τη θριαμβευτική του επάνοδο στη ζωή.
Διήγηση υψηλής αφηγηματικής έντασης, διαποτισμένη από τον διαβολικό αυτοσαρκασμό που χαρακτηρίζει τον συγγραφέα και τα αυτοαναφορικά του γραπτά – και όχι μόνο. Ένα πραγματικά ενδιαφέρον βιβλίο, βαθύτατα πολιτικό και κοινωνικό, καθώς η χώρα πρέπει να ξεφύγει από το παράδοξο να προσκυνά παντόφλες αγίων και ταυτόχρονα να αγορεύει στο Κογκρέσο και να συμμετέχει στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης… Ανθρώπινο και φιλικό όχι στο εύκολο συναίσθημα όσο προς τον κοινό λόγο, που είναι το μεγάλο ζητούμενο της εποχής μας. Πρόκειται για ένα μανιφέστο ενάντια στον λαϊκισμό και τα φερέφωνά του.
Διαβάστε επίσης:
Περί ανάγνωσης και βιβλίων – Περί ισλαμικού φασισμού ή «Μα δεν το φανταζόμασταν!»
Βιβλιο: Η διαχρονική παγκόσμια μνήμη του μακεδονικού ελληνισμού
Περί ανάγνωσης και βιβλίων – Ένα σημαντικό έργο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας
ΒΙΒΛΙΟ | topontiki.gr