Ο εθνικός μύθος, που έχει καλλιεργηθεί εντέχνως και σκοπίμως, ακόμα και από το επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα, περί δήθεν ομόνοιας και ολοκληρωτικής αντίστασης στου Γερμανούς κατακτητές καταρρέει όταν συναντά την ιστορική αλήθεια και την τεκμηριωμένη έρευνα.
Πέρα από το ΟΧΙ στον Άξονα, υπάρχει κι ένα άλλο «όχι», που αποτυπώνει μία οδυνηρή και ντροπιαστική πραγματικότητα: Το «όχι, δεν ήταν όλοι εναντίον των κατακτητών, όχι δεν ήταν όλοι εναντίον του φασισμού».
Κι ας καμώνονται τώρα τους αντιστασιακούς και τους προστάτες του έθνους, τους τιμητές της πατρίδας και τους συνεχιστές των ιδανικών της ελευθερίας.
Ένα κομμάτι Ελλήνων συνεργάστηκε με τους Γερμανούς, κυνήγησε όσους αντιστάθηκαν, κέρδισε από αυτή τη συνεργασία και όχι μόνο δεν τιμωρήθηκε, αλλά ανέλαβε και τις τύχες της χώρας στη συνέχεια.
Αυτή η αδίστακτη στρέβλωση, όχι μόνο παρακάμπτεται από το επίσημο αφήγημα, όχι μόνο μπαίνει κάτω από το χαλί, αλλά ενίοτε, με περισσό θράσος εμφανίζεται και εντελώς αντεστραμμένη – οι δωσίλογοι ως ήρωες, οι μαυραγορίτες ως σωτήρες και οι προδότες ως δικαιωμένοι.
Μέσα σε αυτή τη ζοφερή και αποπνικτική ιστορική παραποίηση, υπάρχουν όμως και οι αποκαλυπτικές έρευνες, η αναδίφηση των επίσημων στοιχείων, που αποκαθιστούν, ενοχλητικά προφανώς, αλλά εύστοχα την αλήθεια.
Το βιβλίο του ιστορικού Μενέλαου Χαραλαμπίδη έρχεται να κάνει αυτό ακριβώς: Να αποκαλύψει, υπενθυμίσει και αποκαταστήσει μία ιστορική πραγματικότητα, που μοιάζει σαν γροθιά στο στομάχι της επιτηδευμένης ή πραγματικής άγνοιας, που επιχειρούν όσοι θέλουν να καλύψουν τι ακριβώς έγινε εκείνη την περίοδο.
Όχι, δεν ήταν όλοι μαζί στην εθνική αντίσταση.
Υπήρχαν και «Οι Δωσίλογοι», όπως είναι ο τίτλος του βιβλίου του Μενέλαου Χαραλαμπίδη, που σαρώνει αυτό τον καιρό σε βιβλιοπωλεία και διαδίκτυο.
Η «Ένοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής» είναι το αντικείμενό του.
Η παρουσίαση του βιβλίου στο οπισθόφυλλο, εξόχως κατατοπιστική:
«Η συνεργασία με τον κατακτητή χαρακτήρισε την καθημερινότητα σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη. Πολιτικοί, στρατιωτικοί, επιχειρηματίες, δήμαρχοι, δικαστές, ιερείς, δημοσιογράφοι, συνεργάστηκαν στενά με τις αρχές κατοχής, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Η αρχικά διαφαινόμενη νίκη της Γερμανίας στον πόλεμο, ο αντικομμουνισμός, η απόκτηση γρήγορου και εύκολου πλούτου, η ιδεολογική ταύτιση με την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία, η ανάγκη επιβίωσης, ήταν μερικοί από αυτούς.
Στην Ελλάδα, αν και έχουν περάσει 80 ολόκληρα χρόνια από το τέλος της κατοχής, το ζήτημα της συνεργασίας με τον κατακτητή εξακολουθεί να αποτελεί θέμα-ταμπού. Αυτό είναι αποτέλεσμα της πολιτικής λήθης που ακολούθησαν όλες οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις, στην προσπάθειά τους να διαχειριστούν τις πολιτικές συνέπειες του πρωτόγνωρου, σε ένταση και έκταση, συλλογικού τραύματος που προκάλεσε στην ελληνική κοινωνία η συνεργασία. Η συνεργασία με τον κατακτητή υπήρξε η αφετηρία του νέου διχασμού, ο οποίος, με τη συμβολή και άλλων παραγόντων, οδήγησε στις εμφύλιες συγκρούσεις της κατοχής, των Δεκεμβριανών και τελικά στον εμφύλιο πόλεμο της δεκαετίας του 1940.
Στο βιβλίο αυτό παρακολουθούμε την πολιτική, οικονομική και ένοπλη συνεργασία με τον κατακτητή, όπως εκδηλώθηκε στον νομό Αττικής. Μέσα από τη μελέτη αρχείων που για πρώτη φορά δημοσιοποιούνται, περιγράφεται η δράση αυτών που συνεργάστηκαν, εξετάζονται οι λόγοι και οι μηχανισμοί ανάπτυξης του φαινομένου της συνεργασίας καθώς και οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που ευνόησαν την εμφάνισή τους.
Οι πολιτικές που ακολούθησαν οι τρεις ελληνικές κατοχικές κυβερνήσεις, ο ρόλος εμπόρων, βιομηχάνων, πολιτικών μηχανικών και άλλων στις οικονομικές συναλλαγές με τους κατακτητές, η δράση της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, των Ταγμάτων Ασφαλείας, των Ελλήνων πρακτόρων των Es-Es και άλλων, που συγκρότησαν το ένοπλο σκέλος της συνεργασίας, και η δικαστική τους αντιμετώπιση μετά το τέλος της κατοχής, βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της μελέτης».
Διαβάστε επίσης:
Ροδόπη: Ταυτοποιήθηκε ο οδηγός που παρέσυρε και τραυμάτισε θανάσιμα 32χρονη πεζή
ΕΛΛΑΔΑ | topontiki.gr