Ώρες έμειναν για το άνοιγμα της κάλπης του ΠΑΣΟΚ, από την οποία θα αναδειχθεί ο νέος πρόεδρός του, και είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν τα στελέχη του μπορούσαν έστω και να ονειρευτούν, όταν άρχιζε αυτή η διαδικασία, καλύτερες πολιτικές συνθήκες από αυτές που διαμορφώνονται αυτές τις μέρες.
Την επομένη των ευρωεκλογών το ΠΑΣΟΚ ήταν τρίτο κόμμα, ο Κασσελάκης είχε αντέξει την πρώτη δοκιμασία μετά την ανάδειξή του στην προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ και στη Χαριλάου Τρικούπη υπήρχε διάχυτος εκνευρισμός και γκρίνια για το γεγονός ότι η κρίση στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η μαζική απώλεια ψήφων από τη Ν.Δ. δεν είχαν αντίκρισμα στην πράσινη κάλπη.
Τρεις μήνες αργότερα το κυβερνών κόμμα κάνει… πάρτι για κάθε μέρα που δεν βρίσκεται στη (μόνιμα αρνητική για το ίδιο) δημοσιότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ διαλύεται σε κοινή θέα σπαρασσόμενος, αυτογελοιοποιούμενος και περιορισμένος σε μονοψήφιο ποσοστό, ενώ το ΠΑΣΟΚ φιγουράρει στις δημοσκοπήσεις ως δεύτερο κόμμα γύρω στο 16% και με σαφείς τάσεις ανόδου.
Παρά τις μεγάλες και σαφείς διαφορές μεταξύ των υποψήφιων αρχηγών του, παρά τα ουκ ολίγα μαχαιρώματα στο παρασκήνιο, κατάφερε – και συνεχίζει να το κάνει – να φέρει εις πέρας μια δύσκολη προεκλογική εκστρατεία κρατώντας ένα υψηλό επίπεδο αντιπαράθεσης, με κόντρες αμιγώς πολιτικές, εάν εξαιρέσουμε διάφορες ανοησίες που γράφτηκαν και ακούστηκαν από διάφορους βασιλικότερους των… «πριγκίπων».
Το πρώτο συμπέρασμα, λοιπόν, ανεξαρτήτως του τι θα βγάλει την Κυριακή η κάλπη, το ΠΑΣΟΚ είναι ο πρώτος νικητής αυτής της διαδικασίας. Και θα παραμείνει νικητής, εκτός εάν Νίκος Ανδρουλάκης και Χάρης Δούκας αποφασίσουν να βάλουν μπουρλότο την τελευταία στιγμή και να τα τινάξουν όλα στον αέρα.
Τι γέννησε η κάλπη
Από εκεί και πέρα υπάρχουν μερικά πολύ ενδιαφέροντα πολιτικά συμπεράσματα από αυτήν την εκλογική διαδικασία:
1. Η συμμετοχή ήταν πιο ικανοποιητική απ’ όσο πολλοί αποτιμούν. Στην ανάλογη αναμέτρηση του 2021 είχαν συμμετάσχει 270.706 ψηφοφόροι στον πρώτο γύρο (όταν το κόμμα είχε λάβει 457.623 ψήφους στις βουλευτικές εκλογές του 2019) και 207.658 στον δεύτερο, ενώ στη φετινή αναμέτρηση προσήλθαν 303.223 στον πρώτο γύρο (όταν το κόμμα είχε λάβει 617.487 ψήφους στις εκλογές του 2023) και μένει να δούμε πόσοι από αυτούς θα συμμετάσχουν στον δεύτερο. Δεν νομίζουμε ότι σε κάποια ανάλογη εκλογική διαδικασία οποιουδήποτε κόμματος είναι δυνατόν να δούμε συμμετοχή του 50% των ψηφοφόρων του.
2. Η κάλπη έδωσε σχεδόν 30% στον Νίκο Ανδρουλάκη σε συνθήκες πολύ σκληρής αντιπαράθεσης, δυσκολότερης από αυτήν του 2021 και με υψηλότερο πολιτικό διακύβευμα, καθώς πλέον το ΠΑΣΟΚ είναι πάλι ένα κόμμα εξουσίας και όχι του 8%, όπως ήταν στην προηγούμενη εκλογή.
3. Το προβάδισμα 8% που απέκτησε ο Ανδρουλάκης είναι ισχυρότερο απ’ όσο φαίνεται, αφού το 30% αναμένεται ότι θα ενισχυθεί από την αναμενόμενη αποχή του δεύτερου γύρου και θα διαμορφώσει μια ισχυρότερη βάση εκκίνησης για τον απερχόμενο πρόεδρο.
4. Παύλος Γερουλάνος και Άννα Διαμαντοπούλου συγκέντρωσαν ποσοστό ελαφρά πάνω από 40%, το οποίο είναι εξαιρετικά σημαντικό για την επόμενη μέρα του ΠΑΣΟΚ, καθώς επί της ουσίας αποκαλύπτει την πραγματική κοινωνική και πολιτική σύνθεση του κόμματος και δίνει στη Χαριλάου Τρικούπη ένα ισχυρό σήμα – και τα απαραίτητα όπλα – να προσεγγίσει με μεγαλύτερη σοβαρότητα και συνέπεια το κεντρώο και κεντροδεξιό κοινό, ιδιαίτερα εκείνο που δείχνει τάσεις απομάκρυνσης από τη Ν.Δ. χωρίς ακόμη να έχει επιλέξει την κατεύθυνσή του.
5. Ο Δούκας, ο μόνος υποψήφιος που είχε βάλει στόχο τη συνεργασία της ευρύτερης Κεντροαριστεράς / Αριστεράς, έλαβε 21,5%, ποσοστό μικρό σε σύγκριση με τον ντόρο που γίνεται τους τελευταίους μήνες γύρω από την υποτιθέμενη αναγκαιότητα για συνεργασία των κομμάτων αυτού του χώρου. Είναι κι αυτό ένα ακόμη δείγμα – εκτός από το εμφατικό 40,6% των Γερουλάνου και Διαμαντοπούλου – για τις διαθέσεις των μελών και φίλων του ΠΑΣΟΚ ως προς αυτή τη συνεργασιολογία.
Η μεγάλη πρόκληση
Το ερώτημα που τίθεται πλέον για το ΠΑΣΟΚ είναι η ικανότητά του να προσελκύσει νέους ψηφοφόρους, όχι μόνο από όσους θα ψηφίσουν πρώτη φορά, αλλά και από αυτούς που προσφάτως έχουν κάνει άλλες εκλογικές επιλογές. Η προηγούμενη περίοδος επιβεβαίωσε ότι έχουμε αφήσει οριστικά πίσω την ταραχώδη δεκαετία της χρεοκοπίας και των μνημονίων. Το πολιτικό σύστημα έχει σταθεροποιηθεί και φαινόμενα πολιτικής εκτόξευσης εν μια νυκτί δεν είναι πλέον πιθανά.
Επιπλέον στις τελευταίες δύο βουλευτικές αναμετρήσεις – και στις πρόσφατες ευρωεκλογές – επιβεβαιώθηκε ότι ο ευρύτερος χώρος της Κεντροαριστεράς / Αριστεράς είναι μειοψηφικός ως προς το σύνολό του και πολυδιασπασμένος, το πολιτικό εκκρεμές έχει μετακινηθεί δεξιότερα και τα πολιτικά αιτούμενα είναι αισθητά διαφοροποιημένα σε σύγκριση με αυτά της δεκαετίας του 2010.
Επομένως η ανάγκη για αλλαγή, στελεχική και πολιτική ανανέωση και «ξαναδιάβασμα» της πραγματικότητας είναι πιο έντονη από ποτέ. Το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται ήδη δέκα χρόνια εκτός διακυβέρνησης, που το 2027 θα έχουν γίνει δώδεκα. Αν, σε κλίμα εσωτερικής κρίσης της Ν.Δ. και διάλυσης / διασυρμού του ΣΥΡΙΖΑ αποτύχει να κάνει το «βήμα παραπάνω», θα είναι άξιο της μοίρας του…
Διαβάστε επίσης:
Διονύσης Τεμπονέρας: Να ανασταλεί κάθε διαδικασία εκλογής προέδρου στον ΣΥΡΙΖΑ – Τι προτείνει
ΠΟΛΙΤΙΚΗ | topontiki.gr